τοὐναντίον

From LSJ
Revision as of 14:40, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source

German (Pape)

[Seite 1132] zsgzgn statt τὸ ἐναντίον, Ar. Plut. 14, u. in att. Prosa überall.

Greek (Liddell-Scott)

τοὐναντίον: κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἐναντίον, Ἀριστοφ. Πλ. 1047, Θουκ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

crase att. p. τὸ ἐναντίον.

English (Strong)

contraction for the neuter of ὁ and ἐναντίον; on the contrary: contrariwise.

English (Thayer)

(by crasis for τό ἀναντιον (Buttmann, 10)) (Arstpb., Thucydides, others)), on the contrary, contrariwise (Vulg. e contrario), accusative used adverbially (Winer's Grammar, 230 (216)): 1 Peter 3:9.

Greek Monolingual

τοὐναντίον ΝΑ
νεοελλ.
επίρρ. αντιθέτως, απεναντίας («εγώ δεν τον πρόσβαλα, τουναντίον, του μίλησα με τη μεγαλύτερη ευγένεια»)
αρχ.
(κράση αντί τὸ ἐναντίον) το αντίθετο, το τελείως διαφορετικό («τοὐναντίον τοῑς ἄλλοις πέπονθε», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

τοὐναντίον: κράση αντί τὸ ἐναντίον.

Russian (Dvoretsky)

τοὐναντίον: in crasi = τὸ ἐναντίον.

Chinese

原文音譯:toÙnant⋯on 徒-恩-安提按
詞類次數:副詞(3)
原文字根:這-在-交換
字義溯源:反之,相反地,代替,倒,反倒,倒要,倒不如;由()*=這)與(ἐναντίον)=當面)組成,其中 (ἐναντίον)出自(ἐναντίος)=反對), (ἐναντίος)又出自(ἔναντι)=在⋯面前),而 (ἔναντι)又由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(ἀντί)*=相對)組成
出現次數:總共(3);林後(1);加(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 倒(2) 林後2:7; 加2:7;
2) 倒要(1) 彼前3:9