славный
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Russian > Greek
ἀμύμων, χᾳος, φαίδιμος, ἀγλαός, ἀριπρεπής, περίφαντος, φανερός, περίβλεπτος, περικλυτός, ἐλλόγιμος, ὀνομαστός, οὐνομαστός, πρόφαντος, μεγαλώνυμος, ἀριστευτικός, δῖος, πρόφατος, δόκιμος, εὐπρεπής, εὔμορφος, καλός, εὐκάματος, πολύφατος, πολύφημος, πολύφαμος, ἀγέρωχος, διαπρεπής, εὐκλεής, ἐϋκλεής, εὐδόκιμος, εὔδοξος, παράσημος, χαρίεις, διαφανής, ἴφθιμος, φαεινός, φαεννός, εὐπατρίδης, εὐπατρίδας, ἐπικυδής, κυδάλιμος, ἐΰς, φατός, ἔνδοξος, πρεπτός, μεγαυχής, κλεινός, κλεεννός, κλυτός, κλειτός, ἀγαυός, κυδήεις, κύδιμος, κυδρός, ἐπίσημος, ὄλβιος, ἐσθλός, ἐσλός, κρήγυος, ἐπιφανής, διάσημος