κύδιμος
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
English (LSJ)
[ῡ], ον, = κυδάλιμος, epithet of Hermes, h.Merc.46, al., Hes.Th.938; ἄεθλα Pi.O.14.24.
German (Pape)
[Seite 1524] = κυδάλιμος, im H. h. Herc. zehnmal als Beiwort des Hermes, wie auch Hes. Th. 938; Pind. vrbdt κυδάμων ἀέθλων, Ol. 14, 24; κυδίμα σελάνα Synes.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύδιμος -η -ον [κῦδος] stralend, trots, fier.
Russian (Dvoretsky)
κύδιμος: (ῡ) славный (Ἑρμῆς HH).
English (Slater)
κῡδῐμος bringing renown κυδίμων ἀέθλων (O. 14.24)
Spanish
Greek Monolingual
κύδιμος, -ον (Α) κύδος
ένδοξος, φημισμένος («κύδιμον Ἑρμῆν», Ησίοδ.).
Greek Monotonic
κύδῐμος: [ῡ], -ον = κυδάλιμος, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ., Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
κύδῐμος: ῡ, ον, = κυδάλιμος, οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ. ἢ ἐν Ὀδ., ἀλλὰ δεκάκις ἐν τῷ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. ὡς ἐπίθετ. τοῦ Ἑρμοῦ· ὡσαύτως Ἡσ. Θ. 938, Πίνδ., Συνέσ.
Middle Liddell
κύ¯δῐμος, ον = κυδάλιμος, Hhymn., Hes., Pind.]
Léxico de magia
-ον glorioso de Apolo κύδιμε Παιάν, ἐν Κολοφῶνι ναίων glorioso Peán, que habitas en Colofón P II 82 μόλε, κύδιμε μολπῆς ἀνάκτωρ ven, glorioso soberano del canto P II 85 de Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., Κλωθαίη, πανδώτειρα, δολίχη, κυδίμη a ti te suplico, hiladora del destino, que todo lo das, larga, gloriosa P IV 2281