ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
περιαγωγή, περιτροπή, ἄμπυξ, ζωστήρ, σπείραμα, σπείρημα, τροχός, κύκλωμα, εἴλημα, περιπτυχή, ἐγκύκλημα, κύκλος, ἴτυς, γῦρος, δίσκος, ἅλως, περίδρομος, στεφάνη, στεφάνωμα, στέφανος, ὀαριστύς, περίβολος, περίστασις, μερίς