защитник
From LSJ
Russian > Greek
κηδεμών, τιμωρητήρ, πρόδικος, τιμωρός, τιμήορος, ὑπέρμαχος, ἀμύντωρ, ἐπιτάρροθος, παράκλητος, σύνδικος, ἀλκτήρ, ἀλεξητήρ, ἐπιτιμήτωρ, προαγωνιστής, ἐπαμύντωρ, ἀοσσητήρ, βοηθός, ἐπίκουρος, ἀρηγών, ἐπαρωγός, δέκτωρ, προσίκτωρ, πρόξενος, πρόξεινος, ἀντίπαλος, παραστάτης, ἐπίτροπος, ἀγωνιστής, κλῃδοῦχος, κλειδοῦχος, φύλαξ, προστάτης