προσίκτωρ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
-ορος, ὁ,
A one that comes to a temple, suppliant, A.Eu. 441.
II Pass., he to whom one comes as a suppliant, protector, of a god, ib.119 codd. (προσεικότες Weil).
German (Pape)
[Seite 766] ορος, ὁ, der flehend zu den Tempeln Kommende, ἱκέτης, Aesch. Eum. 118. 419.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
1 qui s'approche comme suppliant;
2 vers qui on vient comme suppliant.
Étymologie: προσικνέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ίκτωρ -ορος, ὁ smekeling. Aeschl. Eum. 441. iem. die gesmeekt wordt, d.w.z beschermer:. Aeschl. Eum. 119.
Russian (Dvoretsky)
προσίκτωρ: ορος ὁ
1 приходящий с мольбой, молящий или кающийся (σεμνὸς π. Aesch.);
2 заступник, защитник (Aesch. - v.l. προσεικώς).
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α προσικνοῦμαι
1. αυτός που προσέρχεται σε ναό ως ικέτης («σεμνὸς προσίκτωρ ἐν τρόποις Ἰξίονος», Αισχύλ.)
2. (για θεό) αυτός προς τον οποίο καταφεύγει κανείς ως ικέτης, ο προστάτης.
Greek Monotonic
προσίκτωρ: -ορος, ὁ,
I. αυτός που προσέρχεται σε ναό, ικέτης, σε Αισχύλ.
II. Παθ., αυτός προς τον οποίο έρχεται κάποιος ως ικέτης, λέγεται για τον θεό, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
προσίκτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἐρχόμενος εἰς τοὺς ναούς, ὡς τὸ ἱκέτης, ἵνα παρακαλέσῃ, δεηθῇ, ἱκετεύσῃ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 441. ΙΙ. παθ., ὁ πρὸς ὃν ἔρχεταί τις, ὡς ἱκέτης, προστάτης, ἐπὶ θεοῦ, αὐτόθι 120, ἴδε Müller εἰς Εὐμ. § 60, σημ., πρβλ. ἀφίκτωρ, προστρόπαιος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσίκτορος· προσικέτορος ἀπὸ τοῦ προσικνεῖσθαι τοὺς ἱκέτας».
Middle Liddell
προσίκτωρ, ορος, ὁ, [from προσικνέομαι
I. one that comes to a god, a suppliant, Aesch.
II. pass. he to whom one comes as a suppliant, a protector, of a god, Aesch.