ἐπιτιμήτωρ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
-ορος, ὁ, avenger, Ζεὺς δ' ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε, i.e. Zeus ξένιος, Od.9.270.
German (Pape)
[Seite 994] ορος, ὁ, Schützer u. Rächer, Ζεὺς ἐπ. ἱκετάων τε ξείνων τε Od. 9, 270, = ξένιος, der bei ihnen als Rächer ist, wenn man gegen sie frevelt, vgl. ἐπιμάρτυρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
vengeur ; protecteur.
Étymologie: ἐπιτιμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτῑμήτωρ: ορος ὁ мститель (за кого-л.), защитник: Ζεὺς ἱκετάων τε ξείνων τε ἐ. Hom. Зевс, заступник молящих и чужеземцев.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτῑμήτωρ: -ορος, ὁ, ἐν Ὀδ. Ι. 270, Ζεὺς δ’ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε, «τιμωρός, ἐκδικητής» (Εὐστ.), δηλ. Ζεὺς ξένιος. Τὸ ῥῆμα ἐπιτιμάω δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμήρῳ.
Greek Monolingual
ἐπιτιμήτωρ, ὁ (Α)
επιτιμώ προστάτης και εκδικητής («Ζεὺς δ’ ἐπιτιμήτωρ ἱκετάων τε ξείνων τε», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
ἐπιτῑμήτωρ: -ορος, ὁ, εκδικητής, τιμωρός, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἐπιτῑμήτωρ, ορος,
an avenger, Od.