отвратительный
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Russian > Greek
μυσαχθής ;; ἀσυρής ;; κακοήθης ;; παλλώβητος ;; μισητός ;; ἀχάριστος ;; εἰδεχθής ;; βδελυρός ;; μυσώδης ;; βδελύκτροπος ;; ἀποτρόπαιος ;; μυσαρός ;; ὑπέραισχρος ;; ἄχαρις