спокойный
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
Russian > Greek
νήνεμος ;; ἀπράγμων ;; ἀθορύβητος ;; ἄτρομος ;; ἀθόρυβος ;; λεῖος ;; σχολαῖος ;; λιπαρός ;; μαλακός ;; ἀκύμων ;; ἄκυμος ;; ἀκύμαντος ;; ἀπερίστατος ;; ἀτάρακτος ;; πρᾷος ;; ἀτρεμής ;; εὐήνεμος ;; εὐάνεμος ;; λειοκύμων ;; θεμερῶπις ;; γαληνός ;; ἕκηλος ;; ἕκαλος ;; εὔκηλος ;; εὔκαλος ;; ἡσυχαῖος ;; ἡσύχιος ;; ἁσύχιος ;; ἥσυχος ;; εὔδιος ;; εὐδιεινός ;; ἀκασκαῖος ;; ἄσφυκτος ;; εὐόργητος ;; λιαρός ;; ἠρεμαῖος ;; καταστηματικός ;; κατεσταλμένος