δυσκηδής

From LSJ
Revision as of 15:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκηδής Medium diacritics: δυσκηδής Low diacritics: δυσκηδής Capitals: ΔΥΣΚΗΔΗΣ
Transliteration A: dyskēdḗs Transliteration B: dyskēdēs Transliteration C: dyskidis Beta Code: duskhdh/s

English (LSJ)

ές, (κῆδος)

   A full of misery, δυσκηδέα νύκτα φυλάσσω Od.5.466.    II (κήδομαι) δυσκηδέα· δυσφύλακτον, χαλεπόν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 682] ές, sorgenschwer, νύξ Od. 5, 466; ἅπαξ εἰρημέν.; vgl. ἀκηδής, λαθικηδής, πολυκηδής, προσκηδής.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκηδής: -ές, πλήρης ἀθλιότητος, δυσκηδέα νύκτα φυλάξω, Ὀδ. Ε. 466.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui apporte de pénibles soucis.
Étymologie: δυσ-, κῆδος.

Spanish (DGE)

-ές
prob. angustioso δυσκήδεα νύκτα Od.5.466, pero tb. entendido como comp. de κήδομαι noche en la que nadie se cuida (de mí) Hsch., Sch.Od.ad loc., Eust.1546.41.

Greek Monotonic

δυσκηδής: -ές (κῆδος), πανάθλιος, γεμάτος δυστυχία, πολυάσχολος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

δυσκηδής: приносящий заботы, мучительный (νύξ Hom.).

Middle Liddell

δυσ-κηδής, ές κῆδος
full of misery, Od.