λαλαγέω
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
A babble, Pi.O.2.97; μὴ λαλάγει τὰ τοιαῦτ' ib.9.40; of birds and grasshoppers, chirrup, chirp, Theoc.5.48, 7.139; humorously, of the swallow which announces spring, Cic.Att.9.18.3 (dub. l.), 10.2.1, alluding to AP10.1 (Leon.); of Echo, ib.6.54.9 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 9] schwatzen, plaudern, μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτα, Pind. Ol. 9, 43; von Vögeln, ταὶ δ' ἐπὶ δένδρῳ ὄρνιχες λαλαγεῦντι, Theocr. 5, 48 (Schol. λιγυρὸν ᾄδουσι), wie ἀηδόνες λαλαγεῦσι, Marian. 2 (IX, 668); χελιδών, Leon. Tar. 57 (X, 1); vom Wiederhall, Paul. Sil. 48 (VI, 54), u. öfter in der Anth.; auch τέττιγες, Theocr. 7, 139. Vgl. λαλάζω.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰλᾰγέω: φλυαρῶ, Πινδ. Ο. 2. 176· μὴ λαλάγει τὰ τοιαῦτα αὐτόθι 9. 60· ἐπὶ πτηνῶν καὶ τεττίγων, τερετίζω, πιππύζω, κτίζω, Θεόκρ. 5. 48., 7. 139· ἀστείως, ἐπὶ ἐπιστολῆς τερετιζούσης περὶ τοῦ ἔαρος, παρὰ τῷ Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 18, 3., 10. 2, 1· ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Ἀνθ. Π. 6. 54, 9· πρβλ. λαλέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
gazouiller, murmurer.
Étymologie: λαλαγή.
English (Slater)
λᾰλᾰγέω
1 prattle κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων (O. 2.97) μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ (O. 9.40)
Greek Monotonic
λᾰλᾰγέω: μέλ. -ήσω, (λαλέω), φλυαρώ, σε Πίνδ.· λέγεται για πουλιά και ακρίδες, τερετίζω, τιτιβίζω, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
λᾰλᾰγέω: (только praes. и inf. aor. λαλαγῆσαι; 3 л. pl. praes. ион. λαλαγεῦσι - дор. λαλαγεῦντι)
1) щебетать, чирикать (ὄρνιθες λαλαγεῦντι Theocr.);
2) стрекотать (τέττιγες λαλαγεῦντες Theocr.);
3) болтать, лепетать (τὰ τοιαῦτα Pind.).
Middle Liddell
λᾰλᾰγέω, fut. -ήσω λαλέω
to prattle, to babble, Pind.: of birds and grasshoppers, to chirrup, chirp, Theocr.