σαν
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
(Greek name prob. σάν (v.
A Σ ς B. 2), eighteenth letter in the Etruscan abecedaria (IG14.2420) and probably in the oldest Gr. alphabets, occupying the same serial position as the Hebrew Tsade (<*>, Phoenician <*> <*> Syria 6.103), with which it may be identified. In many of the oldest Gr. alphabets it represents the sound s, for which <*> and <*> (twenty-first letter in the Etruscan abecedaria) is an alternative representation preferred in other Gr. alphabets. It is uncertain whether the letter <*> (name and serial position unknown), which represents the sound σς in Schwyzer 707 (Ephesus, vi B.C.), 701A17 (Erythrae, v B.C.), SIG4.6 (Cyzicus, vi B.C.), 45.2, al. (Halic., v B.C.) and the third sound (σς?) in the name of Mesambria in BMus.Cat.Coins Thrace p.132, is to be identified with Μ. 0-0It is also uncertain whether the numerical symbol <*> (= 900), described by Gal.17(1).525, which has this form in PEleph.1 (iv B.C.), PCair.Zen.22.5 (iii B.C.), Rev.Phil.35.138 (Thessaly, iii B.C.), Milet.6.39 (ii B.C.), where it forms part of a symbol for thousands, and later the forms Τ JHS26.287 (Athenian tesserae of iv B.C.), 25.342 (papyri of ii B.C.), SIG695.83 (Magn. Mae., ii B.C.), IG12(1).913 (Rhodes, i B.C.), <*> ib.22.2776.11, al. (ii A.D.), and <*> (medieval Mss., called παρακύϊσμα in Sch.D.T. p.496 H.), is to be identified with either of the foregoing. The numerical symbol, in the form <*>, follows ω in an Attic abecedarium, Bullettino dell' Inst. di corrisp. archeol. 1867.75, and that position tallies with its numerical value, since ω = 800. The extended alphabet used by Archim.Spir.11, Aequil.2.3 for a diagram ends with ω <*>.
Greek Monolingual
(I)
και σα Ν
(μόριο) ΣΥΝΤΑΞΗ-ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (ως ομοιωματικό)
1. (κυρίως με ονόματα σε ονομ. ή αιτ. με ή χωρίς άρθρο ή και με ρήματα) όπως ακριβώς, καθώς (α. «φωνάζει σαν βόδι» β. «σαν τα χιόνια» και «σαν τα μάραθα» — λέγεται σε οικείο ή φίλο με την ευκαιρία επίσκεψης που πραγματοποιεί αυτός μετά από απουσία πολλών χρόνων γ. «κανείς δεν σ' αγαπά σαν την μητέρα σου» δ. «φωνάζει σαν να τόν σκοτώνουν»)
2. (με επίρρ. χρον. και σε συνεκφ. με το και) όπως («και σαν πρώτα ανδρειωμένη / χαίρε ω χαίρε, Ελευθεριά», Σολωμ.)
ΙΙ. (ως μειωτικό της σημασίας επιθέτων, επιρρημάτων και ρημάτων) νομίζω, αν δεν γελιέμαι, σάμπως («σαν καλά να τά καταφέρνεις με την καινούργια σου δουλειά»)
ΙΙΙ. (ως εισαγωγικό) α) (αναφορικής πρότασης) όσο («σαν τόν αγαπάνε οι γονείς του, κανείς δεν τόν αγαπάει)
β) προκειμένου να δηλώσει μια ενδεχόμενη ή αβέβαιη κατάσταση («σαν να ακούστηκε κάτι»)
ΙV. (ως απορηματικό) άραγε, τάχα («σαν τί να σ' ήβρε, Διγενή, και θέλεις να πεθάνεις;», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡσὰν (φρ. < ὡς ἄν), με σίγηση του αρκτικού ω-].
(II)
Ν
(σύνδ.)
1. χρον. α) όταν, ευθύς μόλις («σαν πας στην Καλαμάτα κι ερθείς με το καλό», δημ. τραγούδι)
β) κάθε φορά που, οσάκις («σαν μέ βλέπει, τρέμει»)
2. (αιτιολ.) επειδή, αφού («σαν το λες εσύ, σωστό θά'ναι»)
3. (υποθ.) αν («σαν έρθει η μάνα μου απ' τη γη κι ο κύρης μου απ' τον Άδη», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡς ἄν, με σίγηση του αρκτικού ω-].