στρατήγιον

From LSJ
Revision as of 19:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτήγιον Medium diacritics: στρατήγιον Low diacritics: στρατήγιον Capitals: ΣΤΡΑΤΗΓΙΟΝ
Transliteration A: stratḗgion Transliteration B: stratēgion Transliteration C: stratigion Beta Code: strath/gion

English (LSJ)

(in codd. sts. -εῖον, as D.L.1.50), τό,

   A general's tent, S. Aj.721.    2 at Athens, the place where the στρατηγοί held their sittings, Aeschin.2.85, 3.146, D.42.14, IG22.500.39, prob. in 12.77.19, 22.1479.66, cf. Plu.Per.37, Id.2.519b, D.L.1.50.    3 in Egypt, business-office of the στρατηγός, PPetr.2p.26 (iii B.C.).    4 = Lat. praetorium, Ph.Bel.102.5, Plb 6.31.1, D.H.5.28, 9.6, Plu.2.813e, D.C.53.16.    5 camp, Suid. (citing S. l.c.).

German (Pape)

[Seite 951] τό, = στρατηγεῖον; Soph. Ai. 708; Pol. 6, 31, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτήγιον: (ἐν Ἀντιγράφοις ἐνίοτε -εῖον), τό, ἡ σκηνὴ τοῦ στρατηγοῦ, Λατιν. praetorium, Σοφ. Αἴ. 721, Δημ. 1043. 11. 2) ἐν Ἀθήναις, ὁ τόπος ἔνθα συνηδρίαζον οἱ στρατηγοί, Αἰσχίν. 39. 24., 74. 21, Πλουτ. Περικλ. 37, κλ. 3) στρατόπεδον, Βυζ. (οὕτω δὲ ἐκλαμβάνουσί τινες τὴν λέξιν καὶ ἐν τῷ προμνησθέντι χωρίῳ τοῦ Σοφοκλ.), Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 tente du général;
2 local d’Athènes où les stratèges tenaient leurs séances.
Étymologie: στρατηγός.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. στρατηγείο.

Greek Monotonic

στρᾰτήγιον: τό,
1. σκηνή στρατηγού, Λατ. praetorium, σε Σοφ., Δημ.
2. στην Αθήνα, τόπος όπου συνεδρίαζαν στρατηγοί, σε Αισχίν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατήγιον -ου, τό [στρατηγός] veldheerstent.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτήγιον: τό
1) палатка полководца Soph., Dem.;
2) (в Афинах) стратегий (место совещаний стратегов) Aeschin., Plut.

Middle Liddell

στρᾰτήγιον, ου, τό,
1. the general's tent, Lat. praetorium, Soph., Dem.
2. at Athens, the place where the στρατηγοί held their sittings, Aeschin.