συνάγνυμι
πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same
English (LSJ)
aor. συνέαξα (the only tense in use):—
A break to pieces, shiver, ἔγχεος, ὃ ξυνέαξε Il.13.166; νῆας... τάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι Od.14.383; ἐλάφοιο τέκνα . . συνέαξε breaks their necks, Il.11.114.
German (Pape)
[Seite 995] (s. ἄγνυμι), zusammenbrechen, zerbrechen; χώσατο ἔγχεος ὃ ξυνέαξε, Il. 13, 166; νῆάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι, Od. 14, 383; auch λέων ἐλάφοιο τέκνα ῥηϊδίως συνέαξε, II. 11, 114, er zerbrach sie, zerbrach ihnen das Genick; einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνάγνῡμι: ἀόρ. συνέαξα (ὅστις εἶναι ὁ μόνος ἐν χρήσει χρόνος)· ― θραύω. συντρίβω ὁμοῦ, συντρίβω εἰς τεμάχια, καταθραύω, ἔγχεος, ὃ ξυνέαξε Ἰλ. Ν. 166· νῆας..., τὰς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι Ὀδ. Ξ. 383· ἐλάφοιο τέκνα... ξυνέαξε, ἔθραυσε τοὺς τραχήλους αὐτῶν, Ἰλ. Λ. 114· ἴδε σὺν ἐν ἀρχῇ.
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ sg. συνέαξε et 3ᵉ pl. συνέαξαν, inf. συνάξαι;
mettre en pièces.
Étymologie: σύν, ἄγνυμι.
Greek Monolingual
Α
συντρίβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄγνυμι «σπάζω, θρυμματίζω»].
Greek Monotonic
συνάγνῡμι: αόρ. αʹ συνέαξα, συντρίβω μαζί, θραύω, σπάζω σε κομμάτια, λυγίζω, τσακίζω, κατακερματίζω, κατακομματιάζω, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
συνάγνῡμι: (только эп. aor. 1 συνέαξα)
1) ломать, сокрушать (τὸ ἔγχος, τὰς νῆας Hom.);
2) растерзывать (ἐλάφοιο τέκνα Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνάγνυμι, ook ξυνάγνυμι, in stukken breken, verbrijzelen, vermorzelen.
Middle Liddell
aor1 συνέαξα
to break together, break to pieces, shiver, shatter, Hom.