αἱματόω

From LSJ
Revision as of 10:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτόω Medium diacritics: αἱματόω Low diacritics: αιματόω Capitals: ΑΙΜΑΤΟΩ
Transliteration A: haimatóō Transliteration B: haimatoō Transliteration C: aimatoo Beta Code: ai(mato/w

English (LSJ)

   A make bloody, stain with blood, αἱμάτου θεᾶς βωμόν E. Andr.260; διὰ παρῇδος ὄνυχα… αἱματοῦτε Id.Supp.77:—Pass., μηδὲν αἱματώμεθα A.Ag.1656; κρᾶτας αἱματούμενοι E.Ph.1149; ᾑματωμένη χεῖρας Id.Ba.1135, cf. Ar.Ra.476, Th.7.84, X.Cyr.1.4.10, etc.    2 slay, aor. αἱματῶσαι S.Fr.987.    II turn into blood, τὴν τροφήν Gal. 8.379:—Pass., Ruf.Ren.Ves.5.2, Gal.17(2).692.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτόω: μέλλ. -ώσω, καθαιμάσσω, αἱματώνω, βρέχω δι’ αἵματος, αἱμάτου θεᾶς βωμόν, Εὐρ. Ἀνδρ. 260· διὰ παρῇδος ὄνυχα ... αἱματοῦτε, ὁ αὐτ. Ἱκ. 77. ― Παθ. μηδὲν αἱματώμεθα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1656· κρᾶτας αἱματούμενοι, Εὐρ. Φοίν. 1149· ᾑματωμένη χεῖρας, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1135· πρβλ. Ἀριστ. Βατρ. 476. Θουκ. 7. 84. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 10. 2) σφάζω, φονεύω, ἀόρ. αἱματῶσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 814. ΙΙ. μεταβάλλω τι εἰς αἷμα, Ἰατρ.

French (Bailly abrégé)

ensanglanter, souiller de sang.
Étymologie: αἷμα.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτόω) I tr.
1 ensangrentar θεᾶς βωμόν E.Andr.260, χρῶτα φόνιον E.Supp.77
esp. en v. med.-pas. ensangrentarse οὐδ' αἱματοῦται βωμός Ar.Pax 1020, cf. Ra.476, ὕδωρ ... ᾑματωμένον Th.7.84, cf. X.Cyr.1.4.10, Aen.Tact.11.14, Eriph.5, Babr.95.54, ᾑματωμένος ὁ Κάικος Philostr.Her.26.22, cf. D.C.44.35.4, 49.4, 72.21.1, c. ac. int. o de rel. μηδὲν αἱματώμεθα A.A.1656 (cj., ap.crít.), κρᾶτας E.Ph.1149, χεῖρας E.Ba.1135.
2 derramar la sangre, matar S.Fr.987.
3 convertir en sangre αἱματοῦν τὴν τροφήν Gal.8.379, ἡ αἱματοῦσα δύναμις Gal.17(2).476
med.-pas. convertirse en sangre πρίν ἀκριβῶς αἱματωθῆναι τὴν τροφὴν Gal.6.256, abs. Gal.17(2).692, 6.256, Ruf.Ren.Ves.5.2.
II intr. sangrar Ps.Caes.101.12.

Greek Monotonic

αἱμᾰτόω: μέλ. -ώσω (αἷμα), ματώνω, κηλιδώνω με αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἱμᾰτόω: обагрять кровью (τι Eur.; τὸ ὕδωρ ᾑματωμένον Thuc.; ἀκόντια ᾑματωμένα Xen.).

Middle Liddell

αἷμα
to make bloody, stain with blood, Aesch., Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱματόω αἷμα met bloed bevlekken\n of besmeuren :. κρᾶτας αἱματούμενοι met bebloede hoofden Eur. Phoen. 1149.