Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐσύνοπτος

From LSJ
Revision as of 10:47, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσύνοπτος Medium diacritics: εὐσύνοπτος Low diacritics: ευσύνοπτος Capitals: ΕΥΣΥΝΟΠΤΟΣ
Transliteration A: eusýnoptos Transliteration B: eusynoptos Transliteration C: efsynoptos Beta Code: eu)su/noptos

English (LSJ)

ον,

   A easily taken in at a glance, seen at once, Isoc.15.172, Aeschin.3.118, Thphr.HP1.9.5; μέγεθος Arist.Po.1451a4; πλῆθος, χώρα, Id.Pol.1327a1; τάφοι ἀλλήλοις εὐ. within easy sight of each other, ib.1274a37; δύναμις εὐ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Plb.5.24.6.    II metaph., easily taken in by the mind, of a poem, Arist.Po.1459a33; λέγω δὲ περίοδον λέξιν ἔχουσαν… μέγεθος εὐ. Id.Rh.1409b1; of the facts of a case, ib.1414a12, cf. Pol.1323b7; of a falsity or error, easily seen or detected, Id.Sens.441a10. Adv. -τως Id.Mir.838b10.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύνοπτος: -ον, εὐκόλως δι᾿ ἑνὸς βλέμματος ὁρώμενος, ἀμέσως βλεπόμενος, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 172 (= 183), Αἰσχίν. 70. 21· μέγεθος εὐσ. Ἀριστ. Ποιητ. 7. 10· πλῆθος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 5, 3· τάφοις ἀλλήλοις εὐσ., πλησίον ἀλλήλων, εὐκόλως ὁρώμενοι ἀπ᾿ ἀλλήλων, αὐτόθι 2. 12, 9· δύναμις εὐσ. τοῖς ἐκ τῆς πόλεως Πολύβ. 5. 14, 6. ΙΙ. μεταφ., εὐκόλως συναρπαζόμενος ὑπὸ τῆς διανοίας, ἐπί ποιήματος, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 5· λέγω δὲ περίοδον λέξιν… ἔχουσαν μέγεθος εὐσ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9, 3· ἐπὶ τῶν γεγονότων ὑποθέσεώς τινος, αὐτόθι 3. 12, 5, πρβλ. Πολιτικ. 7. 1, 6· ἐπὶ ψεύδους, εὐκόλως ὁρώμενος ἢ ἀποκαλυπτόμενος, ὁ αὐτ. περὶ Αἰσθ. 4. 4· - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. περὶ Θαυμ. 99· - Ὑπερθετ. -οτατα, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 73Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à embrasser d’un coup d’œil.
Étymologie: εὖ, συνόψομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐσύνοπτος, -ον)
αυτός που συνοράται εύκολα, του οποίου φαίνονται καθαρά και το σύνολο και τα μέρη που το αποτελούν («ἔχειν μὲν μέγεθος, τοῦτο δὲ εὐσύνοπτον εἶναι», Αριστοτ.)

Greek Monotonic

εὐσύνοπτος: -ον (συνόψομαι), αυτός που συλλαμβάνεται αμέσως, χωρίς χρονοτριβή, αυτός που διαπιστώνεται μεμιάς, σε Αισχίν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐσύνοπτος:
1) удобообозримый, охватываемый одним взглядом (τὸ πεδίον Aeschin.; μέγεθος Arst.): ἀλλήλοις εὐσύνοπτοι Arst. находящиеся друг у друга на виду;
2) легко усваиваемый, понятный (μῦθος Arst.);
3) легко усматриваемый, сразу обнаруживаемый, заметный (τὸ ψεῦδος Arst.).

Middle Liddell

εὐ-σύνοπτος, ον συνόψομαι
easily taken in at a glance, seen at once, Aeschin., etc.