ἀνακινέω

From LSJ
Revision as of 11:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακῑνέω Medium diacritics: ἀνακινέω Low diacritics: ανακινέω Capitals: ΑΝΑΚΙΝΕΩ
Transliteration A: anakinéō Transliteration B: anakineō Transliteration C: anakineo Beta Code: a)nakine/w

English (LSJ)

(once -άω, imper.

   A ἀνακείνα PHolm.20.19), sway or swing to and fro, Hdt.4.94, cf. Hp.VC21.    II stir up, awaken, νόσον ἀ. S.Tr.1259; of cocks or quails, stir them up (to fight), Pl.Lg. 789c; ἀ. πόλεμον Plu.Luc.5; ὑπολείμματαστάσεων Pomp.16:—Pass., δόξαι ἀνακεκίνηνται Pl.Men.85c, cf. Pherecyd.102 J.    III uproot, τὰς κρηπῖδας Agath.2.1: metaph., τὰ καθεστῶτα Id.4.27.

German (Pape)

[Seite 192] 1) aufwärts bewegen, ἀνακινήσαντες μετέωρον αὐτὸν ῥιπτεῦσι Her. 4, 94; aufregen, νόσον Soph. Trach. 1249; πόλεμον, στάσιν, Plut. Luc. 5 Pomp. 16; αἱ δόξαι ἀνακεκίνηνται Plat. Men. 85 c; λόγον, Gespräch anregen, Luc. Gall. 27; τὸ πλῆθος D. Hal. 9, 59. – 2) sc. χεῖρας, von Fechtern, die Arme recken und schwingen, um sich zum Kampfe vorzubereiten, vgl. Plat. Legg. VII, 789 c, wo es von dem Aufregen der Hähne zum Kampfe gebraucht ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακῑνέω: μέλλ. -ήσω, κινῶ τῇδε κἀκεῖσε, ἀνακινῶ, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 4. 94· ἀνακ. τὰς χεῖρας, ἐπὶ πυκτευόντων, τὸ τοῦ Κικέρωνος brachia concalefacere, πρβλ. ἀνακίνησις. ΙΙ. ἐξεγείρω, ἐξάπτω, Λατ. suscitare, νόσον ἀνακ. (ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ἀμεταβάτως, ἀλλ’ ἄνευ ἀνάγκης), Σοφ. Τρ. 1259· ἀνακ. θηρία, ἐξερεθίζω αὐτὰ (εἰς μάχην), Πλάτ. Νόμ. 789C· ἀν. πόλεμον, στάσιν, κτλ., Πλούτ., κτλ.: - Παθ., δόξαι ἀνακεκίνηνται Πλάτ. Μένων 85C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 balancer en tenant suspendu;
2 soulever, remuer ; fig. exciter : νόσον SOPH faire naître une maladie.
Étymologie: ἀνά, κινέω.

Spanish (DGE)

(ἀνακῑνέω) • Alolema(s): -άω PHolm.113
I 1impulsar de un lado para otro, balancear ἀνακινήσαντες αὐτὸν μετέωρον ῥίπτουσι ἐς τὰς λόγχας balanceándolo en el aire lo arrojaban sobre las lanzas Hdt.4.94, τὸ ὀστέον Hp.VC 21, cf. S.Fr.221.8.
2 arrancar, destrozar τὰς κρηπῖδας Agath.2.1.8, τὰ καθεστῶτα Agath.4.27.7.
II usos fig.
1 producir de nuevo νόσον S.Tr.1259.
2 azuzar, excitar a gallos de pelea, Pl.Lg.789c, πόλεμον Plu.Luc.5, ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plu.Pomp.16, τάς ἴυγας Aristaenet.2.18.34, προθυμίαν πρὸς τὴν τροφήν M.Ant.3.2, τὴν φωνήν Liban.Or.1.72.
3 suscitar τοὺς λόγους Plot.2.3.16, τὴν μνήμην Plot.4.4.5, en v. pas. αὐτῷ ὥσπερ ὄναρ ἄρτι ἀνακεκίνηνται αἱ δόξαι αὗται Pl.Men.85c.
4 en v. med.-pas. animarse, estar animado o excitado οἱ μὲν δὴ ἀνακινούμενοι ὡπλίζοντο Polyaen.4.9.2.

Greek Monotonic

ἀνακῑνέω: μέλ. -ήσω,
I. ανακινώ ή κουνώ μπρος και πίσω, σε Ηρόδ.
II. εξεγείρω, εξάπτω, νόσον, σε Σοφ.· πόλεμον, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακῑνέω:
1) подбрасывать, качать (μετέωρόν τινα Her.);
2) возбуждать, подзадоривать (θηρία Plat.; τὸν λῆρόν τινι Plut.);
3) возобновлять, растравлять (νόσον Soph.);
4) вновь разжигать, начинать (πόλεμον Plut.);
5) пробуждать, оживлять (ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plut.; δόξαι ἀνακεκίνηνται Plat.).

Middle Liddell


I. to sway or swing to and fro, Hdt.
II. to stir up, awaken, νόσον Soph.; πόλεμον Plut.