ἀπόφημι

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόφημι Medium diacritics: ἀπόφημι Low diacritics: απόφημι Capitals: ΑΠΟΦΗΜΙ
Transliteration A: apóphēmi Transliteration B: apophēmi Transliteration C: apofimi Beta Code: a)po/fhmi

English (LSJ)

fut. -φήσω: aor. 1

   A ἀπέφησα Pl.Tht.166a, al.:—speak out, declare flatly or plainly, ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι γυναῖκα μὲν οὐκ ἀποδώσω κτλ. Il.7.362:—Med., ἀγγελίην ἀπόφασθε 9.422.—In this sense only Ep.    II say no, S.OC317, etc.    2 c. acc., deny, οὔτε σὺ φῂς ἃ ἐρωτῶ οὔτε ἀπόφῃς Pl.Prt.360d, cf. X.Cyr.6.1.32, Arist.APo.71a14, al.; opp. κατάφημι, Id.Int.17a31, al.; ἀ. τι κατά τινος, opp. καταφάναι, Id.Metaph.1007b22; negative, τι Id.Rh.1412b10, Po.1457b31; μὴ γεγονέναι Plu.Alc.23.

German (Pape)

[Seite 334] (s. φημί), 1) gerad heraus sagen, bestimmt berichten, ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι Il. 7, 362; med., ἀγγελίην ἀπόφασθε, sagt die Botschaft gerad heraus, 9, 422. 649. – 2) verneinen, läugnen, widersprechen, Ggstz φημί, Soph. O. C. 318; Plat. Prot. 360 d, u. öfter bei diesen u. Folgdn; mit μή, ἀπέφησε μὴ γεγονέναι ἐξ αὐτοῦ Plut. Alc. 23. Vgl. ἀπεῖπον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόφημι: μέλλ. -φήσω: ἀόρ. α΄ ἀπέφησα Πλάτ. Θεαίτ. 166Α κ. ἀλλ.: - ὁμιλῶ καθαρῶς, διακηρύττω σαφῶς καὶ ῥητῶς, λέγω διαρρήδην, ἀντικρύ δ’ ἀπόφημι γυναῖκα μὲν οὐκ ἀποδώσω, κτλ. Ἰλ. Η. 362· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀγγελίην ἀπόφασθε, «ἀπαγγείλατε», (Σχόλ.) Ι. 422: ἐν τῇ σημασίᾳ ταύτῃ μόνον Ἐπ. ΙΙ. λέγω οὔ, καὶ φημὶ κἀπόφημι Σοφ. Ο. Κ. 317, κτλ. 2) μετ’ αἰτ. ἀρνοῦμαι, οὔτε σὺ φῂς ἅ ἐρωτῶ οὔτε ἀπόφῃς Πλάτ. Πρωτ. 360D, πρβλ. Ξενοφ. Κύρ. 6. 1, 32, Ἀριστ. Ἑρμην. 6, 2, κ. ἀλλ.: ἀπ. τι κατά τινος, ἀντίθετον τῷ καταφάναι ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 6. 3,1· φέρω ἀντίρρησιν, ἀντιλέγω εἴς τι, ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 11, 7, Ποιητ. 21.15. Ἴδε τὰς λέξεις ἀπόφανσις, ἀπόφασις.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποφήσω, ao. ἀπέφησα;
I. déclarer ouvertement;
II. dire le contraire :
1 nier, dire non;
2 refuser;
Moy. (impér. ao. 2ᵉ pl. ἀπόφασθε) faire connaître : ἀγγελίην IL une nouvelle.
Étymologie: ἀπό, φημί.

English (Autenrieth)

say out; ἀντικρύ, Il. 7.362; ἀγγελίην ἀπόφασθε, Il. 9.422.

Spanish (DGE)

1 en cont. positivos afirmar, decir categóricamente ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι, γυναίκα οὐκ ἀποδώσω Il.7.362, ἀγγελίην ἀπόφασθε anunciad, dad la noticia, Il.9.422, 649, ἀπέφησεν ἐξ αὐτοῦ μὴ γεγονέναι sostuvo categóricamente que no había sido engendrado por él Plu.Alc.23, cf. PWarren 1.24 (II d.C.)
dud. reclamar s. cont. PSI 353.9 (III a.C.).
2 en cont. op. una afirmación, abs. decir que no, negar καὶ φημὶ κἀπόφημι, κοὐκ ἔχω τί φῶ sí, no, no sé que decir S.OC 317
negarse X.Cyr.6.1.32
tb. compl. dir. negar οὔτε σὺ φῂς ἃ ἐρωτῶ οὔτε ἀπόφῃς no dices ni sí ni no a lo que te pregunto Pl.Prt.360d, ὃ ἀπέφησε φησί Arist.SE 174b37, οὐδὲν ἄλλο ἀποπέφηκεν Arist.Metaph.1007b22, de unas palabras contrarias a otras ὅσα ... ἀπόφησιν αὐτῶν Pl.Cra.417d, cf. Tht.166a, Smp.177d, op. κατάφημι: καὶ ὃ κατέφησέ τις ἀποφῆσαι καὶ ὃ ἀπέφησε καταφῆσαι Arist.Int.17a31, cf. Metaph.1012a2
contradecir οἷον Ἀνάσχετος οὐκ ἀνασχετός ὁμωνυμίᾳ ἀπέφησε por ejemplo, «Anasqueto (e.d. tolerable) es anasqueto» (e.d. intolerable) se contradice por la homonimia Arist.Rh.1412b10
c. εἰ decir lo contrario καὶ εἰ ἔστι λευκὸν ἢ οὐ λευκὸν ἀληθὲς ἦν φάναι ἢ ἀποφάναι Arist.Int.18b2.

Greek Monolingual

ἀπόφημι (Α) φημί
1. διακηρύσσω, μιλώ απροκάλυπτα
2. αρνούμαι.

Greek Monotonic

ἀπόφημι: μέλ. -φήσω, αόρ. αʹ -έφησα, αόρ. βʹ -έφην·
I. μιλώ ξεκάθαρα, διακηρύσσω ρητώς ή σαφώς, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.
II. 1. λέγω όχι, σε Σοφ.
2. με αιτ., αρνούμαι, απορρίπτω, σε Ξεν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόφημι:
1) открыто говорить, прямо заявлять Hom.; med. прямо сообщать (ἀγγελίην Hom.);
2) отрицать, отвергать Soph., Plat., Arst.: ἀποφάναι μή τι γεγονέναι Plut. отрицать факт чего-л.;
3) отклонять, отказывать Xen.;
4) лог. снимать, устранять (τί τινος Arst.).

Middle Liddell


I. to speak out, declare flatly or plainly, Il.; so in Mid., Il.
II. to say no, Soph.
2. c. acc. to refuse, deny, Xen., Plat.