ἐκβοήθεια
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
ἡ,
A sally, Th.3.18 ; marching out, Arist.Pol.1327a6.
German (Pape)
[Seite 754] ἡ, das Ausrücken, um Beistand zu leisten; der Ausfall Belagerter, Thuc. 3, 18; Arist. polit. 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβοήθεια: ἡ, ἔξοδος πρὸς βοήθειαν, ἔξοδος πολιορκουμένων, ἐκβοηθείας τινὸς γενομένης… ἀπέθανον πολλοὶ Θουκ. 3. 18, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 7. 5, 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sortie pour porter secours.
Étymologie: ἐκβοηθέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
milit. expedición de socorro Th.3.18, Arist.Pol.1327a6, D.Chr.55.18.
Greek Monolingual
ἐκβοήθεια, η (Α)
έξοδος πολιορκουμένων.
Greek Monotonic
ἐκβοήθεια: ἡ, έξοδος προς βοήθεια, έξοδος πολιορκημένων, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκβοήθεια: ἡ
1) прибытие на выручку, оказание помощи Her.; pl. Arst.;
2) вылазка (из осажденного города) Thuc.
Middle Liddell
ἐκβοήθεια, ἡ,
a going out to aid, a sally of the besieged, Thuc. [from ἐκβοηθέω