ἐξαφίστημι
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
A remove, αἱ ἁμαρτίαι . . ἐξαπέστησαν τὰ ἀγαθὰ ἀφ' ὑμῶν v.l. in LXXJe.5.25. 2 dispatch, ἐφ' οὓς καθήκει BGU1253.16 (ii B.C.). II Pass., with aor. 2, pf., and plpf. Act., depart or withdraw from, τινός S.OC561, E.IA479; grow out of, ἡλικίας PLond.5.1708.263 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 874] (s. ἵστημι), nur med. u. intr. tempp. des act., heraus- u. abtreten, sich enthalten; πράξεως Soph. O. C. 567; λόγων Eur. I. A. 479.
French (Bailly abrégé)
tr. écarter de;
intr. (ao.2 ἐξαπέστην et Moy. ἐξαφίσταμαι) s’écarter de, s’abstenir de, renoncer à.
Étymologie: ἐξ, ἀφίστημι.
Greek Monolingual
ἐξαφίστημι (Α) αφίστημι
1. απομακρύνω, αφαιρώ
(«αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ἐξαπέστησαν τὰ ἀγαθὰ ἀφ' ὑμῶν», ΠΔ)
2. στέλνω
3. αυξάνω
4. παθ. φεύγω, απομακρύνομαι
(«πρᾱξιν... ὁποίας ἐξαφισταίμην ἐγώ», Σοφ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐξαφίστημι: тж. med.
1) уклоняться, воздерживаться (sc. πράξεως Soph.);
2) отказываться (τῶν παλαιῶν λόγων Eur.).