ἐπιγουνίς

From LSJ
Revision as of 15:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγουνίς Medium diacritics: ἐπιγουνίς Low diacritics: επιγουνίς Capitals: ΕΠΙΓΟΥΝΙΣ
Transliteration A: epigounís Transliteration B: epigounis Transliteration C: epigounis Beta Code: e)pigouni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A part above the knee, great muscle of the thigh, taken as a sign of strength and vigour, κεν . . μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο he would grow a stout thigh-muscle, Od.17.225; οἵην ἐπιγουνίδα φαίνει 18.74,cf. Theoc. 26.34, Alciphr.3.19, Philostr.Im.2.24; prob. in this sense in A.R.3.875.    II. = ἐπιγονατίς, knee-pan, Hp.Art.70,77, Philostr.Gym.35; knee, Arat.254,614.

German (Pape)

[Seite 933] ίδος, ἡ, der Theil oberhalb des Kniees, Lende, Od. 17, 225. 18, 74; Theocr. 26, 34 u. Sp. – Bei Hippocr. = ἐπιγονατίς, Kniescheibe. – Bei Ap. Rh. 3, 375 u. a. sp. D., wie Paul. Sil. 7 (V, 255), das Knie selbst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγουνίς: -ίδος, ἡ (γόνυ) τὸ ὑπεράνω τοῦ γόνατος μέρος, ὁ μέγας μῦς τοῦ μηροῦ, θεωρούμενος ὡς σημεῖον ἰσχύος καὶ ἀκμῆς, καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, ἤθελε κάμῃ στιβαρούς μηρούς, Ὀδ. Ρ. 225· οἵην ἐκ ῥακέων ὁ γέρων ἐπιγουνίδα φαίνει Σ. 74, πρβλ. 67, Θεόκρ. 26. 34, Λουκ. Ἡρακλ. 8. Ἀλκίφρων 3. 19. ΙΙ. = ἐπιγονατίς, τὸ ἐπὶ τοῦ ἁρμοῦ τοῦ γόνατος ὀστοῦν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 832· = τὸ γόνυ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 875.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
cuisse.
Étymologie: ἐπί, γόνυ.

English (Autenrieth)

ίδος (γόνυ, ‘above the knee’): thigh; μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, ‘grow a stout thigh,’ Od. 17.225. (Od.)

Greek Monolingual

ἐπιγουνίς, η (Α)
1. μυς του μηρού πάνω από το γόνατο
2. επιγονατίδα
3. γόνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γουν-ίς (< γούνυ, ιων. παράλλ. τ. του γόνυ)].

Greek Monotonic

ἐπιγουνίς: -ίδος, ἡ (γόνυ), μέρος πάνω από το γόνατο, ο μέγας μυς του μηρού, μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο, θα ανέπτυσσε έναν δυνατό μηριαίο μυ, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγουνίς: ίδος ἡ1) верхняя часть ноги, бедро Hom., Theocr., Luc.;
2) колено (ἐπιγουνίδος ἄχρι χιτῶνα ζωσαμένη Anth.).

Middle Liddell

ἐπι-γουνίς, ίδος γόνυ
the part above the knee, the great muscle of the thigh, μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο he would grow a stout thigh-muscle, Od.