ἐπιπολασμός

From LSJ
Revision as of 15:31, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπολασμός Medium diacritics: ἐπιπολασμός Low diacritics: επιπολασμός Capitals: ΕΠΙΠΟΛΑΣΜΟΣ
Transliteration A: epipolasmós Transliteration B: epipolasmos Transliteration C: epipolasmos Beta Code: e)pipolasmo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg.,

   A ἐ. τῆς ζέσεως Id.Pr.930b31; λιποθυμώδεις . retchings with faintness, Archig. ap. Orib.8.1.26.    2. metaph., arrogance, insolence, D.H.6.65.

German (Pape)

[Seite 971] ὁ, das Obenaufsein, auf die Oberfläche Kommen, Aufsteigen, τῆς ζέσεως Arist. probl. 22, 8. – Uebertr., ἐπιπολασμὸν ποιεῖσθαι κατά τινος, sich übermüthig gegen Einen betragen, D. Hal. 6, 65.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπολασμός: ὁ, = τῷ προηγ., ἐπ. τῆς ζέσεως Ἀριστ. Προβλ. 22. 8. 2) μεταφ., ἔπαρσις, ἀλαζονεία, αὐθάδεια, Διον. Ἁλ. 6. 65˙ πρβλ. ἐπιπολάζω.

Greek Monolingual

ἐπιπολασμός, ὁ (AM) επιπολάζω
επίπλευση, επιπόλαση, παραμονή στη επιφάνεια
αρχ.
1. τάση για ναυτία, αναγούλα
2. μτφ. προπέτεια, αλαζονεία.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπολασμός: ὁ подъем: ὁ τῆς ζέσεως ἐ. Arst. вскипание.