ἐρυμνότης

From LSJ
Revision as of 15:48, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυμνότης Medium diacritics: ἐρυμνότης Low diacritics: ερυμνότης Capitals: ΕΡΥΜΝΟΤΗΣ
Transliteration A: erymnótēs Transliteration B: erymnotēs Transliteration C: erymnotis Beta Code: e)rumno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A strength or security of a place, X.Cyr.6.1.23 ; τῶν τειχῶν Arist.Pol.1330b37 ; αἱ ἐ. τῶν Ἄλπεων the difficulties of passing them, Plb.3.47.9, etc.

German (Pape)

[Seite 1037] ητος, ἡ, die Festigkeit eines Ortes, Befestigung, Xen. Cyr. 6, 1, 23; τῶν τειχέων Arist. pol. 7, 11; von den Alpen, Pol. 3, 47, 9. 48, 5, Unzugänglichkeit, Schroffheit.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυμνότης: -ητος, ἡ, τὸ ὀχυρὸν θέσεώς τινος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23· τῶν τειχῶν Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 9· ἐρ. τῶν Ἄλπεων, δυσκολία ἐν τῇ ὑπερβάσει αὐτῶν, Πολύβ. 3. 49, 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
position fortifiée ou situation infranchissable.
Étymologie: ἐρυμνός.

Greek Monolingual

ἐρυμνότης, ἡ (Α) ερυμνός
1. η σιγουριά, η ασφάλεια μιας θέσης ή ενός τόπου («ἐρυμνότης τῶν τειχών», Αριστοτ.)
2. φρ. «ἐρυμνότης τῶν Ἄλπεων» — δυσκολία κατά τη διάβαση τών ‘Αλπεων.

Greek Monotonic

ἐρυμνότης: -ητος, ἡ, το οχυρό μίας θέσης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυμνότης: ητος ἡ
1) укрепленность: ὅσα ἐρυμνότητος προσεδεῖτο Xen. незащищенные места (лагеря);
2) крепость, неприступность (τῶν τειχῶν Arst.);
3) непроходимость (τῶν Ἀλπεινῶν ὀρῶν Polyb.).

Middle Liddell

ἐρυμνότης, ητος,
strength or security of a place, Xen.