ἀπόκομμα

From LSJ
Revision as of 00:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκομμα Medium diacritics: ἀπόκομμα Low diacritics: απόκομμα Capitals: ΑΠΟΚΟΜΜΑ
Transliteration A: apókomma Transliteration B: apokomma Transliteration C: apokomma Beta Code: a)po/komma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A splinter, chip, πέτρας ἀπόκομμ' ἀτεράμνου (of a man) Theoc.10.7; ἀ. τῶν τοῦ χαλκοῦ πετάλων PHolm.1.40; ἀ. ἀραχνιου shred, Luc.VH1.18; block of wood, of an idol, Aq.Ez.20.7; of stone, πώρων ἀ. IG11.158A32 (Delos, iii B. C., pl.).

German (Pape)

[Seite 308] τό, das Abgeschlagene, Bruchstück, ἀραχνίου Luc. V. H. 1, 18; πέτρας Theocr. 10, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκομμα: -ατος, τό, τεμάχιον ἀποκοπέν, πέτρας ἀπόκομμ’ ἀτεράμνω (ἐπὶ ἀνδρός) Θεόκρ. 10. 7· τὼ χεῖρε ὀπίσω δεθέντες ἀραχνίου ἀποκόμματι «μὲ ἕνα κομμάτι ῥαχνιὰ» Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 18.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
rognure, fragment.
Étymologie: ἀποκόπτω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 fragmento, esquirla πέτρας ἀπόκομμ' ἀτεράμνω Theoc.10.7, πώρων IG 11(2).158A.31 (Delos III a.C.), τῶν τοῦ χαλκοῦ πετάλων PHolm.6
en plu. astillas tal vez dicho por los ídolos de madera egipcios, Aq.Ez.20.7.
2 tira, hebra δεθέντες ἀραχνίου ἀποκόμματι atados con un hilo de araña Luc.VH 1.18.

Greek Monolingual

το (AM ἀπόκομμα) αποκόπτω
αυτό που έχει αποκοπεί από κάπου, τεμάχιο, κομμάτι
νεοελλ.
1. τμήμα, κομμάτι που έχει αφαιρεθεί με σχίσιμο ή ψαλίδισμα από κάπου
2. το υπόλοιπο εισιτηρίου που επιστρέφεται στον κάτοχο μετά από τον έλεγχο
3. ο απογαλακτισμός
4. η εποχή του απογαλακτισμού των αρνιών και των κατσικιών
5. απόκρημνη περιοχή βουνού.

Greek Monotonic

ἀπόκομμα: -ατος, τό (ἀποκόπτω), τεμάχιο που έχει αποκοπεί, κομμάτι, τμήμα, σε Θεόκρ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκομμα: ατος τό обломок, кусок Theocr., Luc.

Middle Liddell

ἀποκόπτω
a splinter, chip, shred, Theocr., Luc.