ἐπιλογισμός

From LSJ
Revision as of 09:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλογισμός Medium diacritics: ἐπιλογισμός Low diacritics: επιλογισμός Capitals: ΕΠΙΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: epilogismós Transliteration B: epilogismos Transliteration C: epilogismos Beta Code: e)pilogismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A reckoning, calculation, Arist.Pol.1322b35 codd. (pl.); of dates, D.H.1.74 (pl.); τῆς αἰτίας Plu.2.435b; τῶν φαινομένων Phld.Sign.22; ἐξ ἐπιλογισμοῦ Ph.1.168, al., J.AJ15.10.2: generally, reflection, consideration, opp. ἀπόδειξις, Epicur.Ep.1p.25U.,cf.Sent.20, Phld.Ir.p.92 W. (pl.); κατ' ἐπιλογισμὸν οὐδένα on no fixed or reasoned principle, Heph. 16.1; μηδεμίαν ἐπιστροφὴν μηδ' ἐ. ἔχων Chrysipp.Stoic.3.187; ἐπιλογισμός defined as a generally accepted inference, Stoic.2.89, cf. Gal. Sect.Intr.5, Menodot. ap. eund.Subf.Emp.12: practically, = συλλογισμός, ὃ διὰ τοιούτου τινὸς ἐ. συνεβίβαζον οἱ Πυθαγορικοί Theol.Ar.47; but perh. of inductive reasoning, opp. συλλογισμός, Phld.Herc.1003; higher reasoning, opp.λογισμός, Plot.1.3.6.    2. signification, Iamb. Protr.21.ί.    3. description, account, Apollod.Poliorc.138.13 (pl.), Erasistr. ap. Gal.8.317.    II. afterthought, later consideration, opp. προλογισμός, Hierocl.in CA18p.460M.

German (Pape)

[Seite 958] ὁ, das Ueberdenken, Betrachten, Plut. adv. Col. 21 u. öfter; die Berechnung, Arist. pol. 6, 8; D. Hal. 1, 74; αἰτίας, Erforschung u. Angabe der Ursache, Plut. def. orac. 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλογισμός: ὁ, «λογαριασμός», Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 21· σκέψις, στοχασμός, ἀναλογισμός, τῆς αἰτίας ἐπιλογισμὸν Πλούτ. 2. 435Β· τὸν ἐπιλογισμὸν ὅταν μέλλωμεν λαλεῖν ὁ αὐτ. 2. 514Ε, ἔνθα ἴδε Wyttenb., πρβλ. Foës, Οἰκον. Ἱππ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
examen, recherche.
Étymologie: ἐπιλογίζομαι.

Greek Monolingual

ἐπιλογισμός, ὁ (Α) επιλογίζομαι
1. υπολογισμός, λογαριασμός
2. σκέψη, παρατήρηση
3. συλλογισμός
4. συλλογισμός που μεταβάλλει προηγούμενο.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλογισμός:
1) учитывание, расчет Arst.;
2) рассмотрение, исследование (τῆς αἰτίας Plut.).