ἐπιλογισμός
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
ὁ,
A reckoning, calculation, Arist.Pol.1322b35 codd. (pl.); of dates, D.H.1.74 (pl.); τῆς αἰτίας Plu.2.435b; τῶν φαινομένων Phld.Sign.22; ἐξ ἐπιλογισμοῦ Ph.1.168, al., J.AJ15.10.2: generally, reflection, consideration, opp. ἀπόδειξις, Epicur.Ep.1p.25U.,cf.Sent.20, Phld.Ir.p.92 W. (pl.); κατ' ἐπιλογισμὸν οὐδένα on no fixed or reasoned principle, Heph. 16.1; μηδεμίαν ἐπιστροφὴν μηδ' ἐ. ἔχων Chrysipp.Stoic.3.187; ἐπιλογισμός defined as a generally accepted inference, Stoic.2.89, cf. Gal. Sect.Intr.5, Menodot. ap. eund.Subf.Emp.12: practically, = συλλογισμός, ὃ διὰ τοιούτου τινὸς ἐ. συνεβίβαζον οἱ Πυθαγορικοί Theol.Ar.47; but perhaps of inductive reasoning, opp. συλλογισμός, Phld.Herc.1003; higher reasoning, opp. λογισμός, Plot.1.3.6.
2. signification, Iamb. Protr.21.ί.
3. description, account, Apollod.Poliorc.138.13 (pl.), Erasistr. ap. Gal.8.317.
II. afterthought, later consideration, opp. προλογισμός, Hierocl.in CA18p.460M.
German (Pape)
[Seite 958] ὁ, das Überdenken, Betrachten, Plut. adv. Col. 21 u. öfter; die Berechnung, Arist. pol. 6, 8; D. Hal. 1, 74; αἰτίας, Erforschung u. Angabe der Ursache, Plut. def. orac. 46.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
examen, recherche.
Étymologie: ἐπιλογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλογισμός: ὁ
1 учитывание, расчет Arst.;
2 рассмотрение, исследование (τῆς αἰτίας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλογισμός: ὁ, «λογαριασμός», Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 21· σκέψις, στοχασμός, ἀναλογισμός, τῆς αἰτίας ἐπιλογισμὸν Πλούτ. 2. 435Β· τὸν ἐπιλογισμὸν ὅταν μέλλωμεν λαλεῖν ὁ αὐτ. 2. 514Ε, ἔνθα ἴδε Wyttenb., πρβλ. Foës, Οἰκον. Ἱππ.
Greek Monolingual
ἐπιλογισμός, ὁ (Α) επιλογίζομαι
1. υπολογισμός, λογαριασμός
2. σκέψη, παρατήρηση
3. συλλογισμός
4. συλλογισμός που μεταβάλλει προηγούμενο.