κακοπάθεια

Revision as of 10:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

[πᾰ], ἡ,

   A distress, misery, Hp.VM10, Antipho 3.2.11, lsoc.6.55, Arist.Pol.1278b28; σώματος Antipho 5.18; of plants or trees, Thphr.CP3.7.8; strain, stress, on the parts of a machine, Hero Bel.93.1: pl., Hp. l.c.; ταῖς παρὰ τὴν ἀξίαν νῦν κακοπαθείαις your present unmerited sufferings, Th.7.77:—later, usu. written κᾰκοπαθ-παθία, IG22.900.16 (ii B.C.), SIG685.30 (Magnesia, ii B.C.), BGU 1209.7 (i B.C.), Ep.Jac.5.10: pl., IG12(7).386.24 (Amorgos, iii B.C.), Phld.Piet.86, etc.; laborious toil, perseverance, BGU l.c. (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1301] ἡ, Leiden, Unglück; σώματος Antiph. 5, 18, vgl. 3 β 11; neben ξυμφοραί Thuc. 7, 77; Pol. 2, 25, 10; D. Sic. 2, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κακοπάθεια: ἡ, τὸ κακοπαθεῖν, τὸ πάσχειν δεινά, δυστυχία, ἀθλιότης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11 (ἐν τῷ πληθ.), Ἀντιφῶν 122. 19, 131, Ἰσοκρ. 127C· (ἐν τῷ πληθ.), ταῖς παρὰ τὴν ἀξίαν νῦν κακοπαθείαις Θουκ. 7. 77.

French (Bailly abrégé)

v. κακοπαθία.

English (Strong)

from a compound of ἡμιώριον and πάθος; hardship: suffering affliction.

English (Thayer)

(κακοπαθία WH; see Iota), κακοπαθείας, ἡ (κακοπαθής suffering evil, afflicted), properly, the suffering of evil, i. e. trouble, distress, affliction: Antiphon); Thucydides 7,77; Isocrates, Polybius, Diodorus, others).

Greek Monolingual

και κακοπάθια και κακοπαθιά, η (AM κακοπάθεια, Α και κακοπαθία, Μ και κακοπαθεία) κακοπαθής
το να κακοπαθεί κάποιος, κακουχία, ταλαιπωρία, αθλιότητα («τοῦ γηραιοῡ... τὴν ἀπροσδόκητον κακοπάθειαν», Αντιφ.)
νεοελλ.
1. διαβίωση γεμάτη στερήσεις, κακομοιριά
2. στον πληθ. οι κακοπάθειες και κακοπαθιές
ταλαιπωρίες, θλίψεις, βάσανα
νεοελλ.-μσν.
κακομεταχείριση
αρχ.
1. (για μέρη μηχανής) ένταση, τέντωμα
2. κοπιώδης, επίπονη εργασία, μόχθος.

Greek Monotonic

κᾰκοπάθεια: ἡ, δυστυχία, αθλιότητα, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοπάθεια -ας, ἡ, NT κακοπαθία [κακοπαθής: ellendig] ellende; geneesk. aandoening.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοπάθεια: ἡ страдание, мучение Thuc., Isocr., Arst., Polyb., Diod., Plut.

Middle Liddell

κᾰκοπάθεια, ἡ,
ill plight, distress, Thuc. [from κακοπαθήή]

Chinese

原文音譯:kakop£qeia 卡可-爬帖阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:邪惡-情感(著)
字義溯源:困苦,受苦,痛苦,困難;由(κακός)*=卑劣的)與(πάθος)=受苦)組成;而 (πάθος)出自(πάσχω)*=經歷)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 受苦(1) 雅5:10