κακουχία
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ἡ,
A maltreatment, Pl.R. 615b; of a wife, BGU1105.18 (Aug.); 'mobbing', Plb.5.15.6 (dub. l.); ἐν Χθονὸς κ. devastation, A.Th.668.
II = καχεξία, bad condition, Alex.80; misery, distress, Plb.3.64.8, Vett. Val.127.13: pl., of ascetic practices, μάτην ἑαυτοὺς καταικισάμενοι ταῖς κ. Plu.2.117f.
German (Pape)
[Seite 1305] ἡ, schlechte Behandlung; χθονὸς πατρῴας Aesch. Spt. 650, nach Schol. κάκωσις, Verwüstung; schlechte Lage, Unglück, Plat. Rep. X, 615 b ἤ πόλεις προδόντες καὶ εἰς δουλείας ἐμβεβληκότες ἤ τινος ἄλλης κακουχίας μεταίτιοι; so Pol. 3, 79, 6; Plut. auch im plur., Consol. ad Apoll. p. 358.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
triste position, situation pénible ; fig. κακουχία χθονός ESCHL condition misérable de la terre.
Étymologie: κακουχέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακουχία -ας, ἡ [κακουχέω] mishandeling:; κακουχίας μεταίτιος schuldig aan mishandeling Plat. Resp. 615b; verwoesting:. ἐν πατρῴας... χθονὸς κακουχίᾳ bij de verwoesting van het vaderland Aeschl. Sept. 668.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκουχία: ἡ
1 разорение, гибель (πατρῴας χθονός Aesch.);
2 злодеяние, преступление (τινὸς κακουχίας μεταίτιος Plat.);
3 несчастье, бедствие (μάτην αὑτοὺς καταικισάμενοι ταῖς κακουχίαις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
κακουχία: ἡ, κακοπάθεια, ταλαιπωρία, Πλάτ. Πολ. 615B· ἐν χθονὸς κακουχίᾳ, κακώσει, ἐρημώσει, Αἰσχύλ. Θήβ. 668. ΙΙ. κακὴ κατάστασις, ὡς τὸ καχεξία, Ἄλεξις ἐν «Ἐπικλήρῳ» 3· ― ἀθλιότης, κακοτυχία, δυστυχία, Πολύβ. 3. 79, 6, κτλ.· ― θόρυβος, ὀχλαγωγία, ὁ αὐτ. 5. 15, 6.
Greek Monolingual
ἡ (AM κακουχία) κακουχώς
1. κακοπάθεια, ταλαιπωρία
2. κακομεταχείριση («κακουχίας μεταίτιοι», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. σωματική κακοποίηση («πέθανε από τις κακουχίες»)
2. πληθ. οι κακουχίες
τα δεινοπαθήματα
μσν.-αρχ.
κακοτυχία, δυστυχία
αρχ.
κακή κατάσταση, καχεξία
2. ερήμωση, λεηλασία, κάκωση («ἐπὶ χθονὸς κακουχίᾳ», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
κᾰκουχία: ἡ (ἔχω), κακή μεταχείριση, κακή συμπεριφορά, σε Πλάτ.· χθονὸς κ., ερήμωση, καταστροφή, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
κᾰκ-ουχία, ἡ, [ἔχω]
ill-treatment, ill-conduct, Plat.; χθονὸς κ. devastation of it, Aesch.
Mantoulidis Etymological
(=ταλαιπωρία). Ἀπό τό κακουχέω -ῶ (κακός + ἔχω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.