Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακουχία

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκουχία Medium diacritics: κακουχία Low diacritics: κακουχία Capitals: ΚΑΚΟΥΧΙΑ
Transliteration A: kakouchía Transliteration B: kakouchia Transliteration C: kakouchia Beta Code: kakouxi/a

English (LSJ)

ἡ,
A maltreatment, Pl.R. 615b; of a wife, BGU1105.18 (Aug.); 'mobbing', Plb.5.15.6 (dub. l.); ἐν Χθονὸς κ. devastation, A.Th.668.
II = καχεξία, bad condition, Alex.80; misery, distress, Plb.3.64.8, Vett. Val.127.13: pl., of ascetic practices, μάτην ἑαυτοὺς καταικισάμενοι ταῖς κ. Plu.2.117f.

German (Pape)

[Seite 1305] ἡ, schlechte Behandlung; χθονὸς πατρῴας Aesch. Spt. 650, nach Schol. κάκωσις, Verwüstung; schlechte Lage, Unglück, Plat. Rep. X, 615 b ἤ πόλεις προδόντες καὶ εἰς δουλείας ἐμβεβληκότες ἤ τινος ἄλλης κακουχίας μεταίτιοι; so Pol. 3, 79, 6; Plut. auch im plur., Consol. ad Apoll. p. 358.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
triste position, situation pénible ; fig. κακουχία χθονός ESCHL condition misérable de la terre.
Étymologie: κακουχέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακουχία -ας, ἡ [κακουχέω] mishandeling:; κακουχίας μεταίτιος schuldig aan mishandeling Plat. Resp. 615b; verwoesting:. ἐν πατρῴας... χθονὸς κακουχίᾳ bij de verwoesting van het vaderland Aeschl. Sept. 668.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκουχία:
1 разорение, гибель (πατρῴας χθονός Aesch.);
2 злодеяние, преступление (τινὸς κακουχίας μεταίτιος Plat.);
3 несчастье, бедствие (μάτην αὑτοὺς καταικισάμενοι ταῖς κακουχίαις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κακουχία: ἡ, κακοπάθεια, ταλαιπωρία, Πλάτ. Πολ. 615B· ἐν χθονὸς κακουχίᾳ, κακώσει, ἐρημώσει, Αἰσχύλ. Θήβ. 668. ΙΙ. κακὴ κατάστασις, ὡς τὸ καχεξία, Ἄλεξις ἐν «Ἐπικλήρῳ» 3· ― ἀθλιότης, κακοτυχία, δυστυχία, Πολύβ. 3. 79, 6, κτλ.· ― θόρυβος, ὀχλαγωγία, ὁ αὐτ. 5. 15, 6.

Greek Monolingual

ἡ (AM κακουχία) κακουχώς
1. κακοπάθεια, ταλαιπωρία
2. κακομεταχείριση («κακουχίας μεταίτιοι», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. σωματική κακοποίηση («πέθανε από τις κακουχίες»)
2. πληθ. οι κακουχίες
τα δεινοπαθήματα
μσν.-αρχ.
κακοτυχία, δυστυχία
αρχ.
κακή κατάσταση, καχεξία
2. ερήμωση, λεηλασία, κάκωση («ἐπὶ χθονὸς κακουχίᾳ», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κᾰκουχία: ἡ (ἔχω), κακή μεταχείριση, κακή συμπεριφορά, σε Πλάτ.· χθονὸς κ., ερήμωση, καταστροφή, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κᾰκ-ουχία, ἡ, [ἔχω]
ill-treatment, ill-conduct, Plat.; χθονὸς κ. devastation of it, Aesch.

Mantoulidis Etymological

(=ταλαιπωρία). Ἀπό τό κακουχέω -ῶ (κακός + ἔχω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.