ἐκλεκτικός
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of exercising moral choice, Chrysipp.Stoic.3.46. 2 ἐ. ἀξία value deserving such choice, Antip.ib.30,al. II picking out, selective, δυνάμεις D.H.Comp.2 fin.; οἱ ἐ.the Eclectics, philosophers who selected such doctrines as pleased them in every school, Gal.14.684; ἐ. αἵρεσις D.L.Prooem.21, Gal.19.353. III Adv. -κῶς Hierocl. p.41A.
German (Pape)
[Seite 767] ή, όν, auswählend, auslesend, D. Hal. C. V. 2; οἱ ἐκλεκτικοί, die Eklektiker, Philosophen, welche aus verschiedenen anderen Sekten einzelne Lehrsätze auswählten u. annahmen, D. L. prooem. 21 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς τὸ ἐκλέγειν, ὁ ἐκλέγων, Δον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 2, ἐν τέλει: - οἱ Ἐκλεκτικοί, φιλόσοφοι, οἵτινες ἐξ ἑκάστης φιλοσοφικῆς αἱρέσεως ἐξέλεγον καὶ παρελάμβανον ὅσα δόγματα ἐνόμιζον ὡς ὀρθά, ἴδε Διογ. Λ. προίμ. 21.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I que debe ser escogido, digno de ser elegido, ἀξία Antip.Stoic.3.30, Plu.2.1071b.
II 1de pers. capaz de escoger, capaz de elegir c. gen. αὐτός μ' ὁ θεὸς τοιούτων ἐκλεκτικὸν ἐποίησεν Chrysipp.Stoic.3.46, τῶν κρατίστων δὲ καὶ κυριωτάτων D.H.Lys.15.3, τὸ ἐκλεκτικόν τε καὶ ἀπεκλεκτικὸν ἀγαθῶν τε καὶ κακῶν la habilidad de escoger lo bueno y rechazar lo malo Dam.in Phaed.116
•fig. de cosas que selecciona, selectivo ὁδὸς ἐ. τῶν ἐν ταῖς τέχναις οἰκείων πρὸς ἀρετήν Chrysipp.Stoic.3.26, (δυνάμεις) D.H.Comp.2.8
•neutr. compar. como adv. con mayor capacidad selectiva, con más discernimiento ἐκλεκτικώτερον προσιόντες τῇ κυριακῇ διδασκαλίᾳ Clem.Al.Strom.7.15.90.
2 esp. de filósofos, doctrinas, escuelas ecléctico αἵρεσις ref. la escuela de Potamón de Alejandría, D.L.1.21, cf. SEG 38.1177 (Éfeso I d.C.), τοῦτο σύμπαν τὸ ἐκλεκτικὸν φιλοσοφίαν φημί Clem.Al.Strom.1.7.37, de escuelas médicas, Gal.19.353
•subst. οἱ ἐκλεκτικοί los filósofos eclécticos D.L.1.17 (var.).
III adv. -ῶς selectivamente τοῖς ... πρ(ὸς) τήρησιν τ(ῆς) συστάσεως συμφέρουσιν ἐκλεκτικῶς Hierocl.9.10.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐκλεκτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την ικανότητα να εκλέγει σωστά
2. ο δύσκολος στην εκλογή, αυτός που δυσκολεύεται να εκλέξει
3. το αρσ. ως ουσ. οι Εκλεκτικοί
οι οπαδοί του εκλεκτικισμού, οι φιλόσοφοι που συνθέτουν δικό τους σύστημα με αρχές και μεθόδους από διάφορα συστήματα
νεοελλ.
1. φρ. «εκλεκτική φιλοσοφία» — ο εκλεκτικισμός
2. «εκλεκτικές συγγένειες»
α) φυσικοχημική έλξη ορισμένων χημικών ουσιών προς κάποιο κυτταρικό στοιχείο
β) τίτλος μυθιστορήματος του Γκαίτε
γ) αυθόρμητη σύγκλιση τελείως διαφορετικών, φαινομενικά τουλάχιστον, κομμάτων ή απόψεων σε ορισμένα θέματα
3. (για ψηφοφόρο) αυτός που εκλέγει και ψηφίζει προσωπικότητες ανεξαρτήτως κόμματος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλεκτικός: ὁ филос. эклектик Diog. L.