ἐπιορκία

From LSJ
Revision as of 11:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιορκία Medium diacritics: ἐπιορκία Low diacritics: επιορκία Capitals: ΕΠΙΟΡΚΙΑ
Transliteration A: epiorkía Transliteration B: epiorkia Transliteration C: epiorkia Beta Code: e)piorki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A false swearing, perjury, X.An.3.2.4, etc.; ἐ. οἴκαδ' εἰσενέγκασθαι D.19.220: pl., Pl.Grg.525a; πρὸς θεούς X.An.2.5.21.

German (Pape)

[Seite 967] ἡ, falscher Eid, Meineid, Eidbruch, Xen. An. 3, 2, 4; πρὸς θεούς 2, 5, 21; Dem. 25, 35 u. Sp.; im plur., Plat. Gorg. 524 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιορκία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ψευδὴς ὅρκος, Λάτ. perjuria, Ξεν. Ἀν. 3. 2, 4· ἐν τῷ πλήθ., Πλάτ. Γοργ. 524Ε· πρὸς τοὺς θεοὺς Ξεν. Ἀν. 2. 5, 21· ἐπ. προσφέρεσθαι Δημ. 409. 21.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
faux serment, parjure.
Étymologie: ἐπίορκος.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιορκία) επίορκος
ψεύτικος όρκος, καταπάτηση όρκου, αθέτηση ένορκης υπόσχεσης («τὴν βασιλέως ἐπιορκίαν καὶ ἀσέβειαν», Ξεν.)
νεοελλ.
(ποιν. δίκ.) η εκούσια αθέτηση υπόσχεσης που δόθηκε για την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης και επιβεβαιώθηκε ενώπιον δικαστηρίου με όρκο ή χειραψία.

Greek Monotonic

ἐπιορκία: ἡ, ψευδής όρκος, Λατ. perjuria, σε Ξεν., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιορκία: ἡ преимущ. pl. ложная клятва, клятвопреступление (ἐπιορκίαι καὶ ἀδικία Plat.; ἐπιορκίαι πρὸς θεοὺς καὶ ἀπιστίαι πρὸς ἀνθρώπους Xen.).

Middle Liddell

ἐπιορκία, ἡ, [from ἐπίορκος
a false oath, Lat. perjuria, Xen., Plat.