ὑπερέρχομαι
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
aor. 2 -ῆλθον, pf. -ελήλυθα:—
A pass over, cross, τὰς πηγὰς τοῦ ποταμοῦ X.An.4.4.3; τὰ ὄρη Ael.NA16.21; τὴν θάλατταν J. AJ3.1.5. II surpass, excel, ἀρεταῖς Pi.O.13.15. III overcome or survive a disease, ἢν ταύτην ὑπερέλθῃ ὁ νοσέων Aret.SA1.10.
German (Pape)
[Seite 1195] (s. ἔρχομαι), darüber kommen, hinausgehen; ὑπερελθόντων ἐν ἀέθλοις, Pind. Ol. 13, 15; Xen. An. 4, 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερέρχομαι: περῶ ἄνωθεν, ἀποθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· μέχρι ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ Ξεν. Ἀν. 4. 4, 3· τὰ ὄρη Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· τὴν θάλατταν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 1, 5, ΙΙ. ὑπερέχω, ἐξέχω, ἀρεταῖς Πινδ. Ο. 13. 20.
French (Bailly abrégé)
passer par-dessus, franchir, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ἔρχομαι.
English (Slater)
ὑπερέρχομαι
1 surpass νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν ἄκραις ἀρεταῖς ὑπερελθόντων ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις (gen. abs.) (O. 13.15)
Greek Monolingual
Α
(αποθ.)
1. περνώ από πάνω («μέχρι ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῡ Τίγρητος ποταμοῡ», Ξεν.)
2. ξεπερνώ αρρώστια, επιζώ
3. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ.
Greek Monotonic
ὑπερέρχομαι: αποθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.·
I. περνώ πάνω από ένα ποτάμι, με αιτ., σε Ξεν.
II. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερέρχομαι:
1) переходить (τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ Xen.);
2) превосходить, превышать (ἀρεταῖς ἔν τινι Pind.).
Middle Liddell
I. Dep. with aor2 and perf. act.:— to pass over a river, c. acc., Xen.
II. to surpass, excel, Pind.