προκαταστρέφω

From LSJ
Revision as of 12:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταστρέφω Medium diacritics: προκαταστρέφω Low diacritics: προκαταστρέφω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: prokatastréphō Transliteration B: prokatastrephō Transliteration C: prokatastrefo Beta Code: prokatastre/fw

English (LSJ)

   A subdue, overthrow beforehand, J.BJ4.7.3 (Med.).    II (sc. τὸν βίον) die first, Phld.Herc. 1041.8, D.L.2.138: metaph., π. εἰς .. stop short at... Epicur.Sent.25.

German (Pape)

[Seite 729] vorher od. zu früh umwenden, bes. sc. βίον, das Leben zu früh endigen, zu früh sterben, D. L. 2, 138.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταστρέφω: καταστρέφω προηγουμένως, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 7, 3. ΙΙ. προκαταστρέφω (δηλ. τὸν βίον), προαποθνήσκω, ὁ μέν τοι Ἀσκληπιάδης προκατέστρεψεν ἐν Ἐρετρίᾳ γηραιὸς ἤδη ὁ αὐτ. 2. 138· ― ἐντεῖθεν προκαταστροφή, ἡ, θάνατος πρότερος τοῦ θανάτου ἄλλων, ὁ αὐτ. 10. 154. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 584-586, 630.

Greek Monolingual

Α
1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω προηγουμένως
2. καταστρέφω, αφανίζω
3. φρ. α) «προκαταστρέφω τὸν βίον» — πεθαίνω πρόωρα
β) μτφ. «προκαταστρέφω εἴς τι» — σταματώ, διακόπτω εκ τών προτέρων.

Russian (Dvoretsky)

προκαταστρέφω: (sc. βίον) раньше (кого-л.) умирать Diog. L.