βρωτικός

From LSJ
Revision as of 14:54, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρωτικός Medium diacritics: βρωτικός Low diacritics: βρωτικός Capitals: ΒΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: brōtikós Transliteration B: brōtikos Transliteration C: vrotikos Beta Code: brwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inclined to eat, voracious, Arist.GA745a29, PA682a17 (Comp.), Fr.231 (Sup.), Plu.2.352f (Comp.). Adv. -κῶς, ἔχειν EM 485.17, Eust.966.4, etc.    II promoting this inclination, δυνάμεις dub. l. in Chrysipp.Stoic.3.199 (ἐρωτικαί Coraes).    III gnawing, ἄλγημα Hp.Epid.7.52.

German (Pape)

[Seite 467] zum Essen gehörig; δυνάμεις, Eßlust erregende Arzneimittel, Chrysipp. bei Ath. VIII, 335 d, – βρωτικώτερον Poll. 6, 39.

Greek (Liddell-Scott)

βρωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς βρῶσιν, ἀδηφάγος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39, π. Ζ. Γ. 4. 5, κτλ. ΙΙ. ὁ προάγων τὴν τάσιν ταύτην, ὀρεκτικός, δυνάμεις Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 335Ι).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 vorace;
2 corrosif.
Étymologie: βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que consume, devorador, ἄλγημα Hp.Epid.7.52.
2 voraz (ζῷα) Arist.PA 682a17, cf. GA 745a29, Fr.231, Plu.2.635a, 352f.
II adv. -ῶς con hambre β. ἔχω estoy hambriento Eust.966.4.

Greek Monolingual

βρωτικός, -ή, -όν (Α) βρωτός
1. εκείνος που έχει την τάση να τρώει συχνά, αδηφάγος
2. ορεκτικός.

Russian (Dvoretsky)

βρωτικός: прожорливый Arph., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρωτικός -ή -όν βρωτός etend, geneesk., van pijn knagend.