γονατίζω
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
A thrust with the knee, Cratin.399. II bend the knee, Aq.Ge.24.11,41.43. III σφυγμὸς γονατίζων, term coined by Archig. ap. Gal.8.665.
German (Pape)
[Seite 501] 1) nach B. A. 31 τῷ γόνατι πλήττειν. – 2) knieen lassen, LXX., u. knieen, Cratin. bei Poll. 2, 188.
Greek (Liddell-Scott)
γονᾰτίζω: ἀόρ. ἐγονάτῐσα, κτυπῶ ἢ ὠθῶ διὰ τοῦ γόνατος, Α. Β. 31, πιθ. ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν Ἀδήλ. 101. ΙΙ. κάμνω τινὰ νὰ γονατίσῃ, Ἀκύλ. Π. Δ. (Γεν. κδ΄ , 11). ΙΙΙ. ἀμτβ., γονυπετῶ, πίπτω εἰς τὰ γόνατα, γονατίζω, Ὠριγ. 2, 1.36α.
Spanish (DGE)
(γονᾰτίζω) 1 golpear con la rodilla Cratin.432, Phryn.PS 56.
2 doblar la rodilla Aq.Ge.24.11, 41.43
•ref. a un hipotético nombre de movimiento reflejo σφυγμὸς γονατίζων Gal.8.665.
Greek Monolingual
(AM γονατίζω) γόνυ
1. γονυπετώ, πέφτω στα γόνατα, στηρίζω το βάρος του σώματος μου στα γόνατα σε ένδειξη σεβασμού, ικεσίας, υποταγής
2. αναγκάζω ή κάνω κάποιον να γονατίσει («ἐγονάτισε τὸν Ἰσαὰκ τὸν υἱόν του»)
νεοελλ.
1. πέφτω στα γόνατα από πίεση ή πόνο («κι από το σφίγμα τών ποδιώ τ' άλογα γονατίσα»)
2. εξασθενώ ή συντρίβομαι από βάσανα, κακουχίες κ.λπ.
3. τιμωρώ κάποιον αναγκάζοντάς τον να γονατίσει πάνω σε χαλίκια
αρχ.
χτυπώ ή σπρώχνω κάποιον με το γόνατο.