Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γυιοβαρής

From LSJ
Revision as of 16:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυιοβαρής Medium diacritics: γυιοβαρής Low diacritics: γυιοβαρής Capitals: ΓΥΙΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: gyiobarḗs Transliteration B: guiobarēs Transliteration C: gyiovaris Beta Code: guiobarh/s

English (LSJ)

ές, weighing down the limbs, παλαίσματα, κάματος, A. Ag.63 (lyr.), AP10.12.

German (Pape)

[Seite 508] ές, Glieder beschwerend, παλαίσματα Aesch. Ag. 61; κάματος Ep. ad. (X, 12).

Greek (Liddell-Scott)

γυιοβᾰρής: -ές, ὁ τὰ μέλη καταβαρύνων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 63, Ἀνθ. Π. 10. 12.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui alourdit les membres.
Étymologie: γυῖον, βάρος.

Spanish (DGE)

(γυιοβᾰρής) -ές
que hace pesados los miembros πολλὰ παλαίσματα A.A.63, κάματος AP 10.12, Διόνυσος Tz.PH 718.

Greek Monolingual

γυιοβαρής, -ές (Α)
αυτός που βαραίνει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -βαρής < βάρος (πρβλ. οινοβαρής, χαλκοβαρής)].

Greek Monotonic

γυιοβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που βαραίνει τα μέλη, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυιοβαρής -ές [γυῖον, βάρος] die de ledematen zwaar maakt.

Russian (Dvoretsky)

γυιοβᾰρής: отягощающий члены, т. е. утомительный, изнурительный (παλαίσματα Aesch.; κάματος Anth.).

Middle Liddell

γυῖον, βαρύς
weighing down the limbs, Aesch.