ποταμοφόρητος

From LSJ
Revision as of 18:18, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμοφόρητος Medium diacritics: ποταμοφόρητος Low diacritics: ποταμοφόρητος Capitals: ΠΟΤΑΜΟΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: potamophórētos Transliteration B: potamophorētos Transliteration C: potamoforitos Beta Code: potamofo/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A carried away by a river, Apoc.12.15, PMag.Par.1.876, Cyran.39; γῆ π. PStrassb.5.10 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 688] vom Flusse getragen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμοφόρητος: -ον, ὁ ὑπὸ ποταμοῦ παραφερόμενος, παρασυρόμενος, Ἀποκάλ. ιβ΄, 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
emporté par le fleuve.
Étymologie: ποταμός, φορέω.

Spanish

llevado por el río

English (Strong)

from ποταμός and a derivative of φορέω; river-borne, i.e. overwhelmed by a stream: carried away of the flood.

English (Thayer)

ποταμοφορητου, ὁ (ποταμός and φορέω; like ἀνεμοφορητος (cf. Winer s Grammar, 100 (94))), carried away by a stream (i. e. whelmed, drowned in the waters): Hesychius under the word ἀπόερσε.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που μεταφέρεται, που παρασύρεται από το ρεύμα του ποταμού
2. φρ. «ποταμοφόρητος γη» — προσχωσιγενής περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φορητός (< φορώ < φέρω), πρβλ. ναυσι-φόρητος].

Greek Monotonic

ποτᾰμοφόρητος: -ον, αυτός που μεταφέρεται μακριά από τον ποταμό, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμοφόρητος: уносимый течением реки NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποταμοφόρητος -ον [ποταμός, φορέω] door de rivier meegevoerd

Middle Liddell

ποτᾰμο-φόρητος, ον,
carried away by a river, NTest.

Chinese

原文音譯:potamofÒrhtoj 坡他摩-賀雷拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:飲-攜帶(的)
字義溯源:河流沖去,沖去;由(ποταμός)*=河流)與(φορέω)=有負擔,帶)組成;其中 (φορέω)出自(φόρος)=負擔),而 (φόρος)又出自(φέρω)*=負擔)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 沖去(1) 啓12:15