τωθάζω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
Ar.V.1368, Theoc.16.9, etc.: fut.
A τωθάσομαι Pl.Hp. Ma.290a (τωθάσω Ar.V.1362 is aor. subj.; τωθάσουσι as fut. is v.l. in Gal.6.234): aor. ἐτώθασα Ar. l. c., Arist.Rh.1381a34, Jul. Or.5.159a, (ἐπ-) Hp.Ep.17: also θωτάξω (q.v.):—mock, jeer at, flout, τινα Hdt.2.60, Ar.V.1362, Pl. l. c., Herod.7.103; πολλὰ τ. τινά Theoc. l.c.:—Pass., to be mocked, Pl.R.474a, Lib.Decl.19.33. 2 abs., jeer, Ar.V.1368, Arist. l.c.
Greek (Liddell-Scott)
τωθάζω: Δωρικ. τωθάσδω· μέλλ. τωθάσομαι Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290Α (τωθάσω Ἀριστοφ. Σφ. 1362 εἶναι ἀόρ. ὑποτακτ.)· ἀόρ. ἐτώθασα, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. Ρητορ. 2. 4, 13, (ἐπ-) Ἱππ. 1281. 15· ἐτώθαξα Τζέτζ. Ἐμπαίζω, περιπαίζω, περιγελῶ, σκώπτω, μυκτηρίζω, τινὰ Ἡρόδ. 2. 60, Ἀριστοφ. Σφ. 1362, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πολλὰ τ. τινὰ Θεόκρ. 16 9. - Παθ., μυκτηρίζομαι, χλευάζομαι, Πλάτ. Πολ. 474Α. 2) ἀπολ., ἐμπαίζω, χλευάζω, Ἀριστοφ. Σφ. 1368, Ἀριστ. Ρητορ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Ὡς παράδειγμα τοῦ τωθάζειν οἱ παλαιοὶ μνημονεύουσι τὸ ἐπίγραμμα τοῦ Ἐμπεδοκλέους ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 21, ὃ ἴδε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τωθάζει· χλευάζει, μετὰ κενοδοξίας σκώπτει. ἐρεθίζει. κατακαυχᾶται. λοιδορεῖ. θωπεύει. κακολογεῖ».
French (Bailly abrégé)
f. τωθάσομαι, ao. ἐτώθασα, pf. inus.
se moquer de, railler, plaisanter, acc..
Étymologie: DELG terme expressif, pê pop., sans étym.
Greek Monolingual
ΜΑ, και θωτάζω, Α
εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ
αρχ.
1. απόλ. χλευάζω
2. (κατὰ τον Ησύχ.) α) «λοιδορῶ»
β) «ἐρεθίζω»
γ) «κακολογῶ»
δ) «θωπεύω»
ε) «κατακαυχῶμαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. Ο τ. θωτάζω προήλθε πιθ. από την παραπάνω λ. με μετάθεση συμφώνων].
Greek Monotonic
τωθάζω: Δωρ. τωθάσδω, μέλ. τωθάσομαι, αόρ. ἐτώθασα, υποτ. τωθάσω·
1. εμπαίζω, περιπαίζω, περιγελώ, σκώπτω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. — Παθ., χλευάζομαι, σε Πλάτ.
2. απόλ., εμπαίζω, χλευάζω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τωθάζω: дор. τωθάσδω (fut. τωθάσομαι, aor. ἐτώθασα) насмехаться, осмеивать (τινά Her., Arph., Plat. etc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τωθάζω bespotten, honen, plagen.
Middle Liddell
1. to mock, scoff or jeer at, flout, Hdt., Ar.: —Pass. to be jeered, Plat.
2. absol. to jeer, Ar.
Frisk Etymology German
τωθάζω: {tōtházō}
Forms: Aor. τωθάσαι, Fut. -άσομαι,
Grammar: v.
Meaning: spotten, höhnen, necken (ion. att.); auch θωτάζει· ἐμπαίζει, χλευάζει, ἐπιθωτάζοντες· ἐπιχλευάζοντες H.
Composita : auch m. ἐπι- u.a.,
Derivative: Davon τωθασμός (ἐπι-) m. Hohn, Spott, Neckerei (Arist., Plb., D. H. u.a.), -άσματα pl. ib. (Suid.), -αστής m. Spötter (Poll., H.), -αστικός spöttisch, höhnisch (D. H., D. L., Poll.).
Etymology : Unerklärt. Vergebliche Versuche bei Bq (abgelehnt).
Page 2,951