κατεργασία

From LSJ
Revision as of 21:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεργᾰσία Medium diacritics: κατεργασία Low diacritics: κατεργασία Capitals: ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑ
Transliteration A: katergasía Transliteration B: katergasia Transliteration C: katergasia Beta Code: katergasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A working up, freq. of food, by digestion or by chewing, Arist.PA675b5, Pr.931a32, etc.; ἡ τοῦ πυρὸς κ. stewing, boiling, Mnesith. ap. Ath.2.59b: generally, production, χυμῶν (in the body) Hp.Praec.9; κοιλωμάτων Epicur.Ep.1p.9U. (pl.); σίτου Phld.Oec.pp.51,55 J.; working or manufacture, ἐλαίου Thphr. CP1.19.4; cultivation of land, ib.1.16.6 (pl.), 3.20.1, PTeb.61(b).129 (ii B.C.), etc.; καρπῶν D.S.1.14; of mines, Str.3.2.10; ξύλων Bito 52.2; παραδείγματος LXX 1 Ch.28.19; τυγχάνειν κατεργασίας ἀφ' ἡλίου, of vapour, D.L.7.153; complction, κ. λαμβάνειν Thphr.HP1.12.2.

German (Pape)

[Seite 1397] ἡ, das Verfertigen, LXX; γῆς, Bebauen, Theophr. öfter; καρπῶν D. Sic. 1, 14; τοῦ ἀργυρίου, Bearbeitung, im Bergwerke, Pol. 34, 9, 10; – τροφῆς, Verdauung, Arist. part. anim. 3, 14; das Kauen, Poll. 2, 89; – vom Kochen der Speisen, Ath. II, 59 b, vgl. 42 b.

Greek Monolingual

η (Α κατεργασία) κατεργάζομαι
1. η προσεκτική επεξεργασία ενός πράγματος, το δούλεμα ή το άργασμα ενός υλικού για να κατασκευαστεί κάτι από αυτό («α. χημική κατεργασία τών μετάλλων» β. «κατεργασμένα δέρματα» γ. «κατεργασία ἀργυρίου», Πολ.)
2. η επεξεργασία της τροφής με τη μάσηση ή την πέψη («μεγάλα τὰ τῶν κερατοφόρων ἔντερα διὰ τὴν κατεργασίαν τῆς τροφῆς», Αριστοτ.)
αρχ.
1. παραγωγή («τοῦ δὲ Όσίριδος ἐπινοησαμένου τὴν τούτων κατεργασίαν τῶν καρπῶν», Διόδ.)
2. καλλιέργεια της γης («κατεργασίαι και κοπρίσεις», Θεόφρ.)
3. γεν. κατασκευή, παρασκευή, φτιάξιμο
4. φρ. «ἡ τοῦ πυρὸς κατεργασία» — ψήσιμο, βράσιμο.

Russian (Dvoretsky)

κατεργᾰσία:
1) возделывание, разведение (καρπῶν Diod.);
2) разработка, эксплуатация (ἀργυρίου Polyb.);
3) переработка (τροφῆς Arst.);
4) приготовление (διὰ τοῦ πυρός, sc. τῆς τροφῆς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεργασία -ας, ἡ [κατεργάζομαι] productie:. κ. χυμῶν productie van lichaamssappen Hp. Praec. 9.