μακαρίτης

From LSJ
Revision as of 22:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰκᾰρίτης Medium diacritics: μακαρίτης Low diacritics: μακαρίτης Capitals: ΜΑΚΑΡΙΤΗΣ
Transliteration A: makarítēs Transliteration B: makaritēs Transliteration C: makaritis Beta Code: makari/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, Dor. -τᾱς, ὁ,

   A like μάκαρ 111, one blessed, i.e. dead, esp. of one lately dead, A.Pers.633 (lyr.), Ar.Fr. 488.10, Men.1032, PCair.Zen.447.1 (iii B.C.): freq. in late writers, Plu.2.120b, Ath.3.113e; ὁ μ. σου πατήρ your late father, Luc. DMeretr.6.1, etc.:—fem. μᾰκᾰρ-ῖτις, ιδος, Theoc.2.70, Herod.6.55; ἡ μ. μου γυνή Luc.Philops.27.    II as Adj., μ. βίος, with a play on 1, Ar.Pl.555.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰκᾰρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὡς τὸ μάκαρ ΙΙΙ, ὁ μακάριος γενόμενος, τῆς μακαριότητος ἀπολαύων, δηλ. ὁ τεθνεώς, ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ νεωστὶ ἀποθανόντος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 933, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 445α, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 366· συχνὸν παρὰ μεταγενεστ. συγγραφ., ὡς Πλούτ. 2. 120C, Ἀθήν. 113Ε· ὁ μ. σου πατήρ, ὡς καὶ νῦν ἔτι, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 6. 1, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστατ. παρὰ Χριστιαν. συγγραφ., ὡς τὸ Λατ. felix, Ruhnk. εἰς Τίμ.· θηλ. μᾰκᾰρῖτις, ιδος, ἡ «μακαρίτισσα», Θεόκρ. 2. 70, Ἡρώνδ. VI, 55· ἡ μ. μου γυνὴ Λουκ. Φιλοψ. 27. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μ. βίος, μετὰ διπλῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Πλ. 555, ἔνθα ἴδε Hemst.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
bienheureux, fortuné;
1 en parl. de pers., particul. d’un mort dont on parle avec respectμακαρίτης, etc. LUC le bienheureux tel;
2 en parl. de choses μακαρίτης βίος AR vie laborieuse.
Étymologie: μάκαρ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. μακαρίτισσα (AM μακαρίτης, θηλ. μακαρῑτις, Α δωρ. τ. μακαρίτας)
1. αυτός που βρήκε τη μακαριότητα με τον θάνατο, αυτός που πέθανε και απαλλάχθηκε από τα βάσανα της ζωής
2. μακάριος, ευτυχής
νεοελλ.
παροιμ. «στις εννιά του μακαρίτη μπήκε άλλος μέσ' στο σπίτι» — λέγεται για χήρες που δεν πενθούν όσο πρέπει τον σύζυγό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάκαρ + επίθημα -ίτης (πρβλ. κεραμ-ίτης, λιθ-ίτης)].

Greek Monotonic

μᾰκᾰρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, βλ. μάκαρ II.
I. καλότυχος, δηλ. πεθαμένος, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. ως επίθ., μακαρίτης βίος, με διπλό νόημα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰκᾰρίτης: ου (ῑ) adj. m μακάριος 3]
1) блаженной памяти, покойный, почивший Aesch., Plut.: ὁ μ. σου πατήρ Luc. твой покойный отец;
2) Arph. = μακαριστός.

Middle Liddell

μᾰκᾰρί¯της, ου, ὁ,
I. like μάκαρ III, one blessed, i. e. dead, Aesch., etc.
II. as adj., μ. βίος, with a double meaning, Ar.