πολυπινής

From LSJ
Revision as of 09:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπῐνής Medium diacritics: πολυπινής Low diacritics: πολυπινής Capitals: ΠΟΛΥΠΙΝΗΣ
Transliteration A: polypinḗs Transliteration B: polypinēs Transliteration C: polypinis Beta Code: polupinh/s

English (LSJ)

ές, (πίνος)

   A very squalid, κάρα E.Rh.716 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 668] ές, sehr schmutzig, Eur. Rhes. 716.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπῐνής: -ές, (πίνος) πολὺ πιναρός, ῥυπαρός, κάρα Εὐρ. Ρῆσ. 716.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très sale.
Étymologie: πολύς, πίνος.

Greek Monolingual

-ές, Α
πολύ ρυπαρός, βρόμικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πινής (< πίνος «ρύπος, λέρα»), πρβλ. κακο-πινής].

Greek Monotonic

πολῠπῐνής: -ές (πίνος), πολύ βρώμικος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολυπῐνής: крайне грязный, неопрятный (κάρα Eur.).

Middle Liddell

πολῠ-πῐνής, ές πίνος
very squalid, Eur.