Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυκλόσε

From LSJ
Revision as of 10:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλόσε Medium diacritics: κυκλόσε Low diacritics: κυκλόσε Capitals: ΚΥΚΛΟΣΕ
Transliteration A: kyklóse Transliteration B: kyklose Transliteration C: kyklose Beta Code: kuklo/se

English (LSJ)

Adv., (κύκλος)

   A in or into a circle, περὶ δ' αὐτὸν ἀγηγέραθ' ὅσσοι ἄριστοι κ. Il.4.212; διαστάντες τανύουσι κ. stretch [the skin] outwards on all sides, 17.392, cf. Onos.17, A.D.Adv.193.8, Ael.NA 3.13, etc.

German (Pape)

[Seite 1527] in die Runde, rings umher, nach allen Seiten hin, Il. 4, 212. 17, 392 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλόσε: ἐπίρρ. (κύκλος) ἐν κύκλῳ ἢ εἰς κύκλον, περὶ δ’ αὐτὸν ἀγηγέραθ’, ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ’ Ἰλ. Δ 212· διαστάντες τανύουσι κυκλόσε, ἐκτείνουσι τὸ δέρμα εἰς κύκλον, Ρ 392· οὕτω παρ’ Αἰλ., κτλ. ἰδὲ Λοβ. Φρύν. 9 σημ.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout autour, en cercle avec mouv.
Étymologie: κύκλος, -σε.

English (Autenrieth)

in a circle, Il. 4.212 and Il. 17.392.

Greek Monolingual

κυκλόσε (Α)
επίρρ. κυκλικά, ολόγυρα («περὶ δ' αὐτὸν ἀγηγέραθ', ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ'», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. πεδό-σε, υψό-σε)].

Greek Monotonic

κυκλόσε: επίρρ., μέσα σε κύκλο ή κυκλικά, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλόσε [κύκλος] adv., rondom. ( βοείην ) τανύουσι κυκλόσε zij trekken de runderhuid naar alle kanten strak Il. 17.392; περὶ δ ’ αὐτὸν ἀγηγέραθ ’ ὅσσοι ἄριστοι κυκλόσε rond hem stond de gehele elite verzameld in een kring Il. 4.212.

Russian (Dvoretsky)

κυκλόσε: adv.
1) кругом, вокруг, со всех сторон Hom.;
2) в разные стороны Hom.

Middle Liddell

κύκλος
in or into a circle or round, Il.