παρασημαίνομαι
English (LSJ)
Med.,
A set one's seal beside another's, counterseal, τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω Pl.Lg.954b. 2 put one's seal on, seal up, τὰ οἰκήματα D.42.2 (Pass., τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων ib. 26) ; παρασημήνασθαι… τὰς διαθήκας, of the witnesses, put their seals on the will of the deceased, Id.28.5. b stamp on, in Pass., θυμιατήριον ἵνα τὸ ἄλφα -σεσήμανται IG22.1425.95 (iv B. C.). 3 note or mark in passing (cf. παράσημον 1), δόξας Arist. Top.105b16 : generally, take note of, Id.Rh.1397a2, Plb.16.22.1. 4 note or conclude from a thing, τι ἔκ τινος Id.3.90.14. 5 mark with musical notation, μέλη, τὰ μεγέθη τῶν διαστημάτων, Aristox.Harm.p.39 M.: abs., ib. p.40 M. II mark falsely, ἀργύριον παρασεσημασμένον Poll.3.86 ; [ὄνομα] π., of an incorrect word, Thom. Mag.p.204 R.; v. παραποιέω 1.1. III later in Act., betray by one's expression, of animals, Phld. D.1.11.
Greek (Liddell-Scott)
παρασημαίνομαι: μέσ., θέτω τὴν σφραγῖδά μου παρὰ τὴν σφραγῖδα ἑτέρου, ἐπισφραγίζω, τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω Πλάτ. Νόμ. 954Β, πρβλ. Piers εἰς Μοῖριν σ. 313· ἐπιθέτω τὴν σφραγῖδά μου, σφραγίζω, τὰ οἰκήματα Δημ. 1039. 11· (καὶ ἐν τῷ παθ., τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων ὁ αὐτ. 1046 ἐν τέλ.)· παρασημήνασθαι ... τὰς διαθήκας, ἐπὶ τῶν ἐκτελεστῶν διαθήκης, ἐπισφραγίζω τὴν διαθήκην τοῦ ἀποθανόντος, ὁ αὐτ. 837. 13. 2) σημειοῦμαι ἐν παρόδῳ (πρβλ. παράσημον 1) δόξας Ἀριστ. Τοπ. 1. 14, 6, Πολύβ. 16. 22. 1· - καθόλου, σημειοῦμαι, κάμνω παρατήρησιν, σημειώνω εἰς τὸ περιθώριον, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 17. 3) παρατηρῶ ἢ συμπεραίνω, τὶ ἔκ τινος Πολύβ. 3. 90, 14. ΙΙ. παραχαράττω, ἀργύριον παρασεσημασμένον, κεκιβδηλευμένον, Πολυδ. Γ΄, 86· ὄνομα παρασεσημασμένον, λέξις ἀδόκιμος, Θωμ. Μάγιστρ. σελ. 541. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. δὲν ἀπαντᾷ πρὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, = σημαίνω. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρασημαίνει· παραχαράττει. παραδηλοῖ».
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. παρασεσημασμένος;
marquer d’un signe à côté, annoter.
Étymologie: παρά, σημαίνω.
Greek Monotonic
παρασημαίνομαι:1. Μέσ., βάζω τη σφραγίδα μου δίπλα σε άλλη, θέτω νέα σφραγίδα, σφραγίζω, σε Δημ.· μτχ. παρακ. παρασεσημασμένος, με Παθ. σημασία, στον ίδ.
2. σημειώνω στο περιθώριο, κάνω παρατηρήσεις στα πλάγια, σε Αριστ.
Middle Liddell
Mid.:
1. to set one's seal beside, to counterseal, seal up, Dem.:—perf. part. παρασεσημασμένος in pass. sense, Dem.
2. to note in passing, to notice besides, Arist.