προσαφίστημι

From LSJ
Revision as of 12:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαφίστημι Medium diacritics: προσαφίστημι Low diacritics: προσαφίστημι Capitals: ΠΡΟΣΑΦΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: prosaphístēmi Transliteration B: prosaphistēmi Transliteration C: prosafistimi Beta Code: prosafi/sthmi

English (LSJ)

   A cause to revolt besides, Th.4.117.    II Pass., become separated from, c. gen., Heliod. ap. Orib.46.22.5, Archig.ib.46.26.3.

German (Pape)

[Seite 753] (s. ἵστημι), Andere noch dazu abtrünnig machen, προσαποστῆσαι Thuc. 4, 117; med. noch dazu abtrünnig werden od. abfallen.

Greek (Liddell-Scott)

προσαφίστημι: κινῶ προσέτι εἰς ἀποστασίαν, Θουκ. 4. 117.

French (Bailly abrégé)

f. προσαποστήσω, ao. προσαπέστησα, etc.
solliciter en outre à la défection, chercher à corrompre ou à soulever.
Étymologie: πρός, ἀφίστημι.

Greek Monolingual

Α
1. κινώ κάποιον ακόμη σε αποστασία («νομίσαντες Ἀθηναῑοι μὲν οὐκ ἂν ἔτι τὸν Βρασίδαν σφῶν προσαποστῆσαι» — επειδή θεώρησαν οι Αθηναίοι ότι δεν θα μπορούσε ο Βρασίδας να κινήσει και άλλους σε αποστασία εναντίον τους, Θουκ.)
2. παθ. προσαφίσταμαι
χωρίζομαι από κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀφίστημι «αποστατώ»].

Greek Monotonic

προσαφίστημι: προκαλώ επιπλέον αποστασία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

προσαφίστημι: (inf. aor. προσαποστῆσαι) склонять еще к отпадению (τινά τινος Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αφίστημι causat. ( aor. inf. προσαποστῆσαι ) verdere afvalligheid bewerken van (iem.) tegen (iem.), ook in opstand brengen tegen, met acc. en gen.: νομίσαντες... οὐκ ἂν ἔτι τὸν Βρασίδαν σφῶν προσαποστῆσαι οὐδέν omdat (de Atheners) dachten dat Brasidas geen stad meer tot opstand tegen hen zou kunnen brengen Thuc. 4.117.1.

Middle Liddell


to cause to revolt besides, Thuc.