σκιαγράφημα

From LSJ
Revision as of 12:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱγρᾰφημα Medium diacritics: σκιαγράφημα Low diacritics: σκιαγράφημα Capitals: ΣΚΙΑΓΡΑΦΗΜΑ
Transliteration A: skiagráphēma Transliteration B: skiagraphēma Transliteration C: skiagrafima Beta Code: skiagra/fhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A painting with the shadows, ἐπειδὴ ἐγγὺς ὥσπερ σκιαγραφήματος γέγονα τοῦ λεγομένου, συνίημι οὐδὲ σμικρόν Pl. Tht.208e; κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας figments of the imagination, Diog.Oen.7.

German (Pape)

[Seite 897] τό, 1) ein Gemälde mit Schatten u. Licht, bes. ein perspectivisches, Plat. Theaet. 208 e. – 2) eine Abschattung, ein Umriß, adumbratio.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱγράφημα: τό, ἰχνογράφημα διὰ φωτὸς καὶ σκιᾶς, ἁπλοῦν ἰχνογράφημα, Λατ. adumbratio (πρβλ. σκιαγραφία), ἐπειδὴ ἐγγὺς ὥσπερ σκιαγραφήματος γέγονα τοῦ γενομένου, ξυνίημι οὐδὲ σμικρὸν Πλάτ. Θεαίτ. 208Ε, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 57. 76. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 97.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dessin ou peinture en perspective.
Étymologie: σκιαγραφέω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και σκιογράφημα Α σκιαγραφώ
1. ιχνογράφημα με φωτοσκιάσεις
2. (γενικά) εικόνα που παριστάνει πρόσωπο ή πράγμα με τις κυριότερες και απλούστερες γραμμές του, σκαρίφημα, σκίτσο
νεοελλ.
1. (καλ. τέχν.) η σκιαγραφία
2. (μαθ.-φυσ.) το προϊόν της σκιαγραφίας
3. μτφ. περιγραφή πράγματος ή γεγονότος σε γενικές γραμμές
αρχ.
φρ. «κενὰ σκιαγραφήματα διανοίας» — αποκυήματα της φαντασίας.

Greek Monotonic

σκῐᾱγράφημα: -ατος, τό, σχέδιο, σκίτσο, ιχνογράφημα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σκιᾱγράφημα: ατος (ρᾰ) τό перспективное изображение Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιαγράφημα -ατος, τό [σκιαγραφέω] schildering met schaduweffect. Plat. Tht. 208e.

Middle Liddell

σκιᾱγράφημα, ατος, τό, [from σκιᾱγρᾰφέω]
a mere sketch, Plat.