σάγμα

From LSJ
Revision as of 13:09, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάγμα Medium diacritics: σάγμα Low diacritics: σάγμα Capitals: ΣΑΓΜΑ
Transliteration A: ságma Transliteration B: sagma Transliteration C: sagma Beta Code: sa/gma

English (LSJ)

ατος, τό, (σάττω) mostly in pl.,

   A covering, clothing, esp. like σάγος, large cloak, Ar.V.1142; covering of a shield, E.Andr.617, Ar. Ach.574.    II later, like σαγή 11, pack-saddle, Ostr.Bodl.i321 (ii B.C.), Str.15.1.20, POxy.326 (i A.D.); τὰ σ. τῶν ὑποζυγίων Plu. Pomp.41, cf. Arat.25; τῆς καμήλου LXX Ge.31.34; cj. in A.Pr. 463.    III pile, ὅπλων Plu.Cat.Ma.20.

German (Pape)

[Seite 857] τό, 1) das, was dem Pferde, Esel, Maulthier aufgepackt wird, Decke, Saum- oder Packsattel, Plut. Pomp. 41 Arat. 25; auch die darauf gepackte Last, die ganze Last eines Maulthiers, App. Mthr. 82. – 2) von Menschen. Bedeckung, Bekleidung, bes., wie σάγος, ein grobes Oberkleid, Ar. Vesp. 1142, wo der Schol. erkl. μαλλωτὸς σάγος. – 3) Ueberzug eines Schildes, Schildfutteral, τὸ τῆς ἀσπίδος ἔλυτρον, Phot. u. Hesych.: ἡ θήκη τοῦ ὅπλου, Suid., der aus Soph. (frg. 939) anführt κάλλιστα τεύχη δ' ἐν καλοῖσι σάγμασιν. So Ar. Ach. 548: τίς Γοργόν' ἐξήγειρεν ἐκ τοῦ σάγματος, d. i. den mit der Gorgo bezeichneten Schild. – 4) alles dicht über einander Gehäufte, Haufen, ἐν πολλοῖς σάγμασιν ὅπλων, Plut. Cat. mai. 20.

Greek (Liddell-Scott)

σάγμα: τό, (σάττω) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., κάλυμμα, ἐπένδυμα, ὡς τὸ σάγος, μέγα ἐπανωφόριον, δοκεῖ ἐοικέναι μάλιστα Μορύχου σάγματι Ἀριστοφ. Σφ. 1142· - τὸ ἐπικάλυμμα ἢ ἐπένδυμα ἀσπίδος, Ευρ. Ἀνδρ. 618, Ἀριστοφ. Ἀχ. 574.
ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡς τὸ σαγὴ ΙΙ, ἐπίσαγμα, «σαμάρι» πρὸς φόρτωσιν, Στράβ. 693· τὰ σ. τῶν ὑποζυγίων Πλουτ. Πομπ. 41, Ἄρατ. 25· τῆς καμήλου Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΑ΄, 34). ΙΙΙ. πράγματα σεσωρευμένα εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, σωρός, ὅπλων Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 20.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
charge, attirail ; d’où
I. attirail d’équipement :
1 armure;
2 vêtement, manteau;
3 postér. harnais de bête de somme, bât, selle;
II. tas, monceau.
Étymologie: R. Σαγ, charger ; v. σάττω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και σάχμα Α
κατασκευή που εφαρμόζεται στη ράχη υποζυγίου και χρησιμεύει για την τοποθέτηση φορτίου πάνω σε αυτήν, κν. σαμάρι («ἐνέβαλεν αὐτὰ [τὰ εἴδωλα] εἰς τὸ σάγμα τῆς καμήλου», ΠΔ)
νεοελλ.
καθένας από τους τριβείς που παρεντίθενται μεταξύ του άξονα και του κυρίως εδράνου σιδηροδρομικού οχήματος
αρχ.
1. κάλυμμα ανθρώπων, μεγάλο πανωφόρι, επενδύτης
2. επένδυμα ασπίδας («τίς Γοργόν' ἐξήγειρεν ἐκ τοῦ σάγματος;», Αριστοφ.)
3. σωρός, στοίβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σαγ- βλ. λ. σάττω) + κατάλ. -μα (πρβλ. πράγ-μα)].

Greek Monotonic

σάγμα: -ατος, τό (σάττω),
I. κυρίως στον πληθ., κάλυμμα· επένδυση, θήκη ασπίδας, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεγάλο, ευρύχωρο πανωφόρι, σε Αριστοφ.
II. σαμάρι, σε Στράβ., Πλούτ.
III. σωρός, σωρεία, ὅπλων, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σάγμα: ατος τό
1) одежда, плащ Arph.;
2) покров, чехол (Arph.; τεύχη ἐν σάγμασιν Eur.);
3) вьючное седло (τὰ σάγματα τῶν ὑποζυγίων Plut.);
4) груда, куча (σάγματα ὅπλων Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σάγμα -ατος, τό [σάττω] bedekking:. τίς Γοργόν ’ ἐξέγειρεν ἐκ τοῦ σάγματος; wie heeft mijn Gorgo uit het foedraal wakker geroepen? Aristoph. Ach. 574. stapel, pakzadel:. σάγματα τῶν ὑποζυγίων pakzadels van de lastdieren Plut. Pomp. 41.6; σάγματα ὅπλων stapels wapentuig Plut. CMa 20.11.

Middle Liddell

σάγμα, ατος, τό, σάττω
I. mostly in pl. covering: the covering of a shield, Eur., Ar.: a large cloak, Ar.
II. a pack-saddle, Strab., Plut.
III. a pile, ὅπλων Plut.