τριτεύω
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
A hold the office of τριτευτής, CIG3491, IGRom.4.1244 (both Thyatira), 414 (Pergam.); dub. sens. in PStrassb. 114.6 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐτεύω: λαμβάνω ἀξίωμα διὰ τρίτην φοράν, Συλλ. Ἐπιγρ. 3491, 3495.
Greek Monolingual
ΝΑ τριτεύς
νεοελλ.
1. έρχομαι τρίτος κατά σειρά, καταλαμβάνω την τρίτη θέση («τρίτευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις»)
2. φρ. «τριτεύον ζήτημα» — θέμα μικρής σημασίας
αρχ.
αναλαμβάνω ένα αξίωμα για τρίτη φορά.