συνευπορέω
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
A contribute, c.acc., τριάκοντα μνᾶς ἐδεῖτό μου . . συνευπορῆσαι D.33.6: abs., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν Lycurg. 139. 2 c. dat. pers. et gen. rei, contribute towards, σ. τινὶ προικός Is.11.37; σ. ἐκείνῳ χρημάτων, αὐτῷ ἀναλωμάτων, D.8.19, 59.72. 3 generally, assist, help, τινι Din.1.58; help in contriving, σ. ὅπως ἂν . . Plu.Lyc.15.
Greek (Liddell-Scott)
συνευπορέω: ἀπὸ κοινοῦ συνεισφέρω συμπαρέχω, συμπορίζω, μετ’ αἰτ., τριάκοντα μνᾶς ἐδεῖτό μου… συνευπορῆσαι Δημ. 894. 10· ἀπολ., σ. ἐκ τῶν ἰδίων πρὸς τὴν κοινὴν σωτηρίαν Λυκοῦργ. 167. 34. 2) μετὰ γεν. πράγμ., συνεργῶ ἢ βοηθῶ συνεισφέρων πρός τινα, σ. τινι προικὸς Ἰσαῖ. 87. 40· χρημάτων, ἀναλωμάτων Δημ. 94. 21., 1369. 18. 3) καθόλου, βοηθῶ, συνεργῶ, τινι, Δείναρχ. 97. 32. ― ἀπὸ κοινοῦ ἐπιχειρῶ, προσπαθῶ, συνευπ. ὅπως… Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aider de ses propres ressources.
Étymologie: σύν, εὐπορέω.
Greek Monotonic
συνευπορέω: μέλ. -ήσω,
1. συνεισφέρω από κοινού, παρέχω, προμηθεύω, χορηγώ μαζί με άλλους, σε Δημ.
2. με γεν. πράγμ., βοηθώ με τη συνεισφορά μου, συνεργώ προσφέροντας σε κάποιον, συνεπικουρώ, στον ίδ.
3. βοηθώ, συμβάλλω, συντελώ στην επίτευξη ενός πράγματος, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ευπορέω mede voorzien in, helpen met, met gen..; ἀναλωμάτων (het dekken van) de uitgaven Apollod. [Dem.] 59.72; helpen manieren te bedenken om, met ὅπως -bijzin. Plut. Lyc. 15.8.
Russian (Dvoretsky)
συνευπορέω:
1) давать в виде пособия, уделять для помощи (τινί τι Dem. и τινί τινος Isae., Dem.);
2) оказывать помощь, помогать Plut.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to help to contribute, Dem.
2. c. gen. rei, to assist by contributing towards, Dem.
3. to help in contriving, Plut.