ἐπιβλητικός

From LSJ
Revision as of 15:37, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβλητικός Medium diacritics: ἐπιβλητικός Low diacritics: επιβλητικός Capitals: ΕΠΙΒΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epiblētikós Transliteration B: epiblētikos Transliteration C: epivlitikos Beta Code: e)piblhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A apprehending directly (v. ἐπιβολή 1.2b), τρόπος Epicur.Nat.28.6; νοήσεις Iamb.Protr.4; quick to apprehend, τοῦ ἀληθοῦς Alex.Aphr. in Top.584.13, cf. Herm. in Phdr.p.113A. Adv. -κῶς by direct apprehension, Epicur.Ep.1p.12U., Phlp.in de An. 547.9, Id.in AP0.332.14.    II. Adv. -κῶς, gloss on ἐπιβλήδην, Sch. A.R.2.80.

German (Pape)

[Seite 929] ή, όν, sich worauf werfend, mit den Gedanken, Sp. – Adv., D. L. 10, 50; Schol. Ap. Rh. 2, 80 erkl. damit ἐπιβλήδην.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβλητικός: -ή, -όν, ὁ μετ’ ἐπιβολῆς ἐγγίζων τι.- Ἐπίρρ. -κῶς, τινὶ Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50. ΙΙ. προσεκτικός, Ἰάμβλ. Προτρ. 4, σ. 44.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιβλητικός, -ή, -όν) επιβάλλω
νεοελλ.
αυτός που επιβάλλεται, που εμπνέει στους άλλους σεβασμό, υπακοή, αναγνώριση κ.λπ. («επιβλητικός αξιωματικός», «επιβλητική εμφάνιση», «επιβλητικό θέαμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το επιβλητικό
η επιβλητικότητα
αρχ.
1. αυτός που αντιλαμβάνεται αμέσως, ο εύστροφος
2. προσεκτικός.