ἐπιδιαβαίνω

From LSJ
Revision as of 15:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδιαβαίνω Medium diacritics: ἐπιδιαβαίνω Low diacritics: επιδιαβαίνω Capitals: ΕΠΙΔΙΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: epidiabaínō Transliteration B: epidiabainō Transliteration C: epidiavaino Beta Code: e)pidiabai/nw

English (LSJ)

   A cross over after another, Hdt.4.122, 6.70; ἐ. τάφρον Th.6.101; [ποταμόν] X.HG5.3.4, etc.; ἐ. ἐπί τινα, τινί, cross a river to attack an enemy, force the passage, Plb.3.14.8, Str.2.5.8, cf. D.C. 60.21.    II. pass all bounds, ταῖς ἐλπίσιν J.AJ15.7.9.    2. spread, of diseases, ἄχρι τῆς καρδίας Gal.8.297; ἐπὶ γόνατα Aët.12.2.

German (Pape)

[Seite 937] (s. βαίνω), noch dazu, nach einem Andern übergehen, übersetzen; διαβάντων δὲ τούτων τὸν ποταμόν, οἱ Πέρσαι ἐπιδιαβάντες ἐδίωκον Her. 4, 122; 6, 70; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 4; τάφρον Thuc. 6, 101. – Gegen Einen übersetzen, ἐπὶ τοὺς βαρβάρους Pol. 3, 14, 8, öfter; τινί, Strab. II, 116 u. a. Sp.; auch übertr., ἐπιδιέβαινε ταῖς ἐλπίσι καὶ μικρὸν οὐδὲν ἐπενόει Ios.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιδιαβήσομαι;
1 traverser après qqn (un fleuve, un fossé, etc.) acc.;
2 traverser pour marcher contre.
Étymologie: ἐπί, διαβαίνω.

Greek Monolingual

ἐπιδιαβαίνω (Α)
1. περνώ μετά από κάποιον άλλον («ἐπιδιαβάντες δέ οἱ Λακεδαιμόνιοι», Ηρόδ.)
2. φρ. «ἐπιδιαβαίνω τινὶ ἡ ἐπί τινα» περνώ ποταμό για να επιτεθώ στον εχθρό.

Greek Monotonic

ἐπιδιαβαίνω: μέλ. -βήσομαι, διαβαίνω ύστερα από κάποιον άλλο, σε Ηρόδ.· ἐπ.τάφρον, σε Θουκ.· ποταμόν, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδιαβαίνω: (fut. ἐπιδιαβήσομαι) воен. (вслед за кем-л.) переправляться, переходить (ποταμόν Her.; τάφρον Thuc.): ἐ. ἐπί τινα Polyb. переправиться для того, чтобы напасть на кого-л.; φεύγουσι διώξαντες ἐπιδιέβαινον Xen. преследуя бегущих, они совершили переправу.

Middle Liddell

fut. -βήσομαι
to cross over after another, Hdt.; ἐπ. τάφρον Thuc.; ποταμόν Xen.