δόκημα

From LSJ
Revision as of 15:51, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόκημα Medium diacritics: δόκημα Low diacritics: δόκημα Capitals: ΔΟΚΗΜΑ
Transliteration A: dókēma Transliteration B: dokēma Transliteration C: dokima Beta Code: do/khma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A vision, fancy, δ. ὀνείρων E.HF111 (lyr.); τὰ σοκήμασιν σοφά Id.Tr.411; δοκήματα make-believes, of adopted sons, Id.Fr.359.    2 opinion, expectation, δοκημάτων ἐκτός Id.HF771 (lyr.).    II = δόγμα, δ. τοῦ συνεδρίου IG12(3).1259.3 (Cimolus), Schwyzer 91.27 (Argos, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 653] τό, Erscheinung; νυκτερωπὸν ἐννύχων ὀνείρων Eur. Herc. Fur. 111; Schein, τὰ δοκήμασιν σοφά Troad. 411.

Greek (Liddell-Scott)

δόκημα: τό, ὅραμα, φάντασμα, δ. ὀνείρων Εὐρ. Η. Μ. 111· τὰ δοκήματα = οἱ δοκοῦντες, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 451. 52· οἱ δοκήμασιν σοφοί, οἱ κατὰ τὸ φαινόμενον σοφοί, Εὐρ. Τρῳ. 111. 2) γνώμη, προσδοκία, δοκημάτων ἐκτὸς ὁ αὐτ. Η. Μ. 771. 3) = δόγμα ἐν Ἐπιγραφ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 vision;
2 apparence;
3 opinion.
Étymologie: δοκέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I abstr.
1 creencia, opinión δοκημάτων ἐκτὸς ἦλθεν ἐλπίς E.HF 771, δοκήμασι según las opiniones, según creen E.IT 176.
2 aparición, visión δ. νυκτερωπὸν ... ὀνείρων E.HF 112.
3 apariencia, parecer τὰ σεμνὰ καὶ δοκήμασιν σοφά E.Tr.411, τὰ δοκήματα op. τὰ φύντα ref. hijos adoptados frente a los biológicos, E.Fr.18M.
II concr.
1 decreto ἀγγράψαι δὲ τὸ δ. ἐν στάλαις λιθίναις Nouveau Choix 8.27 (Argos IV/III a.C.), cf. SEG 34.282.15 (Nemea IV a.C.), 30.360.17 (Argos, heleníst.).
2 sentencia, decisión en un proceso de arbitraje κατὰ τὸ δ. τοῦ συνεδρίου τῶν Ἑλλάνων ref. la Liga de Corinto IG 12(3).1259.3 (Cimolos IV a.C.).

Greek Monolingual

δόκημα, το (Α) δοκώ
1. όραμα, φάντασμα («δοκήματα ὀνείρων»)
2. γνώμη, προσδοκία
3. η επιφανειακή όψη τών πραγμάτων («οἱ δοκήμασιν σοφοί»).

Greek Monotonic

δόκημα: -ατος, τό (δοκέω),·
1. όραμα, φάντασμα, σε Ευρ.· οἱ δοκήμασιν σοφοί, οι κατά τα φαινόμενα, οι φαινομενικά σοφοί, στον ίδ.
2. γνώμη, προσδοκία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δόκημα: ατος τό
1) мнение: δοκημάτων ἐκτός Eur. сверх ожидания; τὰ δοκήμασιν σοφά Eur. то, что считается мудрым;
2) видение, призрак (δ. νυκτερωπόν Eur.).

Middle Liddell

n δοκέω
1. a vision, fancy, Eur.; οἱ δοκήμασιν σοφοί the wise in appearance, Eur.
2. opinion, expectation, Eur.